Pin It

Της Μαρίνας Κουβέλη

 

Τα δύο πελώρια γαλάζια μάτια της είχαν συννεφιάσει. Το κορμί της την είχε προδώσει προ πολλού: ήταν αποστεωμένο, παραμορφωμένο από τους ρευματισμούς και πονεμένο. Δεν είχε μαλλιά, ούτε φράγκο στην άκρη, αλλά ήταν ακόμα ερωτευμένη. Δεν μπορούσε να γελάσει με το γνώριμο γάργαρο γέλιο της, την είχε νικήσει ο καρκίνος.

 

 

Κάπως έτσι έφυγε από τη ζωή στις 11 Οκτωβρίου 1963 η γυναίκα που υπήρξε συνώνυμο του γαλλικού τραγουδιού. Αφησε την τελευταία της πνοή στο Πλασκασιέ, λίγο έξω από τις Κάνες, παρόλο που σε όλη της τη ζωή διακήρυττε «θέλω να πεθάνω στο Παρίσι».

 

Στην κηδεία της 40.000 άνθρωποι στριμώχτηκαν ασφυκτικά στο Κοιμητήριο Πιερ Λασέζ. Περισσότεροι κι από εκείνους που γιόρτασαν το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η αρχιεπισκοπή είχε απαγορεύσει θρησκευτική κηδεία διότι η Πιάφ είχε διαγάγει «βίον κοινόν εν αμαρτίαις»! Η αδερφή της, Σιμόν Μπερτό, στη βιογραφία της αναφέρει: «Η κηδεία της έμοιαζε με τη ζωή της. Τρελή!».

 

Σήμερα η τρέλα έχει καταλαγιάσει, αλλά η σπίθα των Γάλλων παραμένει πάντα ζωντανή. Το 2013 συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τον θάνατο της και τα αφιερώματα ξεκίνησαν ήδη. Η Πατρίτσια Κας ηχογράφησε το «Kaas chante Piaf» και με αυτό περιοδεύει, ενώ η ΕΜΙ μόλις κυκλοφόρησε μια εξαιρετική κασετίνα με τίτλο «Hymne A La Mome». Περιλαμβάνει εννέα cd, ανέκδοτα και σπάνια ντοκουμέντα, 230 τραγούδια, που λόγω remastering ακούγονται εξαιρετικά, ολόκληρη τη συναυλία που έδωσε το 1957 στο «Κάρνεγκι Χολ», μια συνέντευξη του 1962 και ένα βιβλιαράκι 84 σελίδων.

 

«Ενα τάλιρο, κύριοι»

 

Η Εντίτ Τζοβάνα Γκασιόν γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1915. Η μαμά της την βάφτισε Εντίτ (κι ας έχουμε οι Ελληνες συνηθίσει να τη λέμε Εντίθ) τιμώντας μια Βρετανή πατριώτισσα, ενώ το piaf (στη γαλλική αργκό σημαίνει σπουργιτάκι) το «κληρονόμησε» από το μπόι της: μόλις 1,47 μ.

 

Γεννήθηκε πλάι σε ένα φανάρι και πέρασε τα πρώτα της χρόνια στον οίκο ανοχής της γιαγιάς. Από τα έξι, περιφερόταν στους δρόμους του Παρισιού μαζί με τον ακροβάτη μπαμπά της, άπλωνε το καπέλο και αποζημιωνόταν για τα καπρίτσια της. «Ο καλλιτέχνης δουλεύει στα ίσα, χωρίς στρωσίδια. Ενα τάλιρο, κύριοι, κι αρχινάμε», φώναζε, ενώ ο πατέρας της δυσανασχετούσε: «Τούτο το παιδί τα 'χει όλα μέσα στο λαρύγγι, τίποτα στα ποδάρια».

 

Το πρωί –σύμφωνα με τους βιογράφους της- ξυπνούσε άφωνη αλλά την συνέφεραν μερικές γουλιές καφέ και λίγες γαργάρες. Η γυναίκα που έγραψε το «La vie en rose» και ακόμη 80 αξεπέραστα τραγούδια περιπλανήθηκε για χρόνια σε αξιοθρήνητες μπουάτ της Μονμάρτρης. Επαιξε σε κακόφημα καμπαρέ. Επιδόθηκε σε ατελείωτους κλεφτοπόλεμους με τους αστυνομικούς.

 

Γλίτωσε στο παρά πέντε από την πορνεία. Παραδινόταν άνευ όρων στους άντρες και γι’αυτό «σακατεύτηκε» από άδοξους έρωτες – μεταξύ αυτών και με καλλιτέχνες όπως οι Ζιλμπέρ Μπεκό, Ζορζ Μουστακί, Ιβ Μοντάν. «Το ιδανικό για μένα θα ήταν να κάνω εμφάνιση με τον Αλέν Ντελόν γιατί είναι κούκλος, να γελάω μαζί σου γιατί είσαι ο πιο αστείος και να επιστρέψω στο σπίτι με τον Μπελμοντό γιατί φαίνεται πρώτος στο κρεβάτι», έλεγε στον Ζαν Κλοντ Μπριαλί.

 

Ηταν ανυπόμονη, παθιασμένη, επιρρεπής στην ασωτία, εύθραυστη κι ασυνήθιστα φιλάσθενη. Μεταξύ 1951 και 1963 οι μαρτυρίες αναφέρουν: 4 τροχαία, 1 απόπειρα αυτοκτονίας, 4 αποτοξινώσεις, 7 χειρουργεία, 2 βρογχοπνευμονίες, 3 νευρικούς κλονισμούς, 3 νοσηλείες από ηπατικό κώμα.

 

Δεν μπορούσε καν να απαλλαγεί από τα «σύνδρομα» του πεζοδρομίου: πίστευε ότι το μπάνιο είναι βλαβερό. Οτι το νερό θα τη μολύνει. Οτι μόνο το αλκοόλ σκοτώνει τα σκουλήκια. Αγαπημένο της χρώμα το μοβ, αλλά στη σκηνή ντυνόταν με μαύρα. Πριν ανέβει να τραγουδήσει σταυροκοπιόταν και φιλούσε έναν σταυρό που της είχε δωρίσει η λατρεμένη της Μάρλεν Ντίτριχ.

 

Οδηγός της στο τραγούδι ήταν το ένστικτο, ο παρορμητισμός, τα αχαλίνωτα ερωτικά της μπλεξίματα. Παραδεχόταν χωρίς ενοχή ότι δεν είχε ιδέα από σύνθεση, αλλά τρελαινόταν για κλασική μουσική: «Ας με συγχωρήσουν οι συνθέτες μου, αλλά όταν φεύγω διακοπές, στη βαλίτσα βάζω μόνο Μπετόβεν και Μπαχ».

 

«Σπίτι χωρίς άνδρες είναι πληκτικό»

 

Ο πρώτος της έρωτας -γύρω στα 15- ήταν ανώδυνος. Ο δεύτερος ήταν ένας σαλτιμπάγκος. Επειτα ακολούθησαν ο Χοσέ, ο μικρός Σπανιόλος, ο Ριρής ο λεγεωνάριος, ο Ζανό και δεκάδες ακόμα. Οι άνδρες ήταν το οξυγόνο της. «Σπίτι χωρίς κάλτσες, μια γραβάτα, ένα σακάκι πεταμένο, μοιάζει με σπίτι χήρας. Είναι πληκτικό», έλεγε. Ωστόσο, μία μόνο φορά –όπως έλεγε- λύγισαν τα γόνατά της: «Οταν ήρθε να με δει ο Τσάρλι Τσάπλιν. Ολο το βράδυ τραγουδούσα για να του αρέσω. Για κανέναν δεν το έχω ξανακάνει».

 

Ενα σφοδρό τρακάρισμα με τον Σαρλ Αζναβούρ, το 1951 την οδηγεί στη μορφίνη. Εκτοτε, ο κατήφορος δεν έχει τελειωμό. Μπαίνει σε ένα στρόβιλο ναρκωτικών και εξαρτήσεων, ακυρώνει παραστάσεις, τρέμει ότι η φωνή της την εγκατέλειψε. Κι, όμως, λίγο πριν από το τέλος (1960), ο πιτσιρικάς συνθέτης Σαρλ Ντιμόν της προτείνει δειλά το «Je ne regrette rien», ένα τραγούδι που περιγράφει την αμετανόητη στάση της στη ζωή.

 

Δεσμεύεται να το τραγουδήσει ζωντανά στο «Ολιμπιά», αλλά οι γιατροί την εκλιπαρούν: «Μαντάμ, είναι σαν να αυτοκτονείτε». Τρεκλίζοντας και παραπατώντας τους απάντησε: «Είναι στο στιλ μου η αυτοκτονία». Βγήκε και θριάμβευσε. Για τελευταία φορά!

 

 

Scroll to top