12/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Τυφλό τραύμα

Πολιτεία γυμνή, πρωινό με τις άδειες καρέκλες δεν είναι δω τόπος να μείνουμε εδώ δεν έχει δρόμους δεν έχει μάτια μέσα σ’ ερειπωμένα παράθυρα μια μυρωδιά γκαζιού και κίτρινης λαδομπογιάς (Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Ο δύσκολος θάνατος»).
      Pin It

Πολιτεία γυμνή, πρωινό με τις άδειες καρέκλες
δεν είναι δω τόπος να μείνουμε
εδώ δεν έχει δρόμους δεν έχει μάτια
μέσα σ’ ερειπωμένα παράθυρα
μια μυρωδιά γκαζιού και κίτρινης λαδομπογιάς
(Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Ο δύσκολος θάνατος»)

 

Του Τάκη Καφετζή

 

Mία τριετία τώρα, ο χρόνος σε τούτη τη χώρα είναι ξεκομμένος από τον τόπο της. Ο χρόνος της είναι ο χρόνος των αγορών. Αστραπιαίος, απρόβλεπτος, άτεγκτος, πολυπλόκαμος, ισοπεδωτικός, ανικανοποίητος. Ετσι ήταν πάντα ο χρόνος του κεφαλαίου. Ενας χρόνος δίχως τόπο, σαν χρόνος μη χρόνος, απαλλαγμένος από το βάρος των αναποδιών της Ιστορίας και των εξουσιογενών ιδιοτροπιών της πολιτικής, είχε πάντα για οδηγό το ρευστό και άμορφο παρόν του. Γι’ αυτό αφάνιζε τόπους και πληθυσμούς απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Χωρίς έλεος για τον ίδιο τον εαυτό του, ο χρόνος του χρήματος αρεσκόταν πάντα σε αιφνιδιαστικές ασκήσεις μηδενικών εξισώσεων πάνω στη ζωή των ανθρώπων.

 

Μόνον που οι άνθρωποι έχουν την αξίωση για μιαν αρμονία ανάμεσα στον χρόνο και τον τόπο της ζωής τους. Για μιαν οικείωση της δίδυμης συνθήκης τους στον χώρο και στην ιστορία, ώστε να μπορούν να νιώθουν πως μετέχουν σε ένα κοινόν, σε μια κοινότητα και έτσι, σε μια φαντασιακή, έστω, συλλογική ταυτότητα. Δεν μπορούν να νιώθουν ότι εξορίζονται από τον τόπο τους. Οτι ο υλικός και συμβολικός οίκος τους ρευστοποιείται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ότι χάνει έτσι την αχλή της παρηγορητικής ιστορίας του και γίνεται διπλά κι αφόρητα άξενος. Οτι μεταμορφώνεται σ’ εκείνο το «άλλο» προς αυτούς, που τη μοίρα του την ορίζει ετερόνομα η αδιαμεσολάβητη βία των ανέστιων χρηματοπιστωτικών ομίλων.

 

Ομως, κατά γλωσσική, ασφαλώς διόλου αθώα ειρωνεία, οι «οίκοι» αξιολόγησης και τα επενδυτικά «κέντρα» συγκροτούν για το κεφάλαιο καλειδοσκοπικούς, ακαθήλωτους και ad hoc άμορφους εσμούς για την αμοιβαδοειδή αναπαραγωγή του, που έχει ωστόσο τη δύναμη να ακρωτηριάζει «δημιουργικά» όσα και όποια κριθούν νεκρά ή περιττά. Είτε αυτά είναι τόποι, είτε είναι άνθρωποι, είτε είναι τόποι και άνθρωποι μαζί. Από τη μικροκλίμακα της καθημερινής ρουτίνας της ζωής στη μεγακλίμακα των (άλλοτε) «κοινωνιών». Από την κατάσχεση δεκάδων χιλιάδων «χρεωμένων» σπιτιών στην Ισπανία στη δήωση της Χαλκιδικής του «χρυσού», στα εκατομμύρια νεόπτωχων της Γερμανίας με 500 ευρώ, στους εδώ πλειστηριασμούς του ονείρου για το «κεραμίδι» μιας εδραίας εστίας, στη μαζική μετανάστευση προσοντούχων του άλλοτε Νότου, που μπορεί αύριο να μολύνει τους πλεονεκτούντες του άλλοτε Βορά. Χωρίς ορατό τέλος, το ξερίζωμα απ’ τον «μεγάλο» ή τον «μικρό» τόπο της βιοτής και μαζί απ’ τον χρόνο της ανακουφιστικής μυθιστορίας τους μοιάζει να είναι η υπόσχεση μιας «ρεαλιστικής» προσγείωσης της έννοιας της προόδου στη συνθήκη της αποκτήνωσης.

 

Αυτό ακριβώς ορίζει το τυφλό τραύμα. Σε καλούν να μην έχεις τόπο, να μην έχεις, δηλαδή, αίσθηση και βούληση πράξης για τις «στιγμές» του επαγγελματικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, πολιτικού πράττειν. Να μην έχεις πράττειν, νέτα σκέτα, όταν αυξάνεται αναίτια η αιμορραγία σου στον τόπο και στον χρόνο. Να δέχεσαι ότι μπορεί να υπάρχει τυφλό τραύμα. Και να βλέπεις άφωνος το αίμα να ρέει άφθονο. Να αποδέχεσαι ότι το τυφλό τραύμα απ’ το ξερίζωμα της ζωής σου είναι ένα αίμα που μπορείς να σταματάς με τα χέρια σου, όταν φεύγουν ο χρόνος και ο τόπος που συγκρατούν τη ζωή σου. Χωρίς να ζητήσεις τίποτα. Από τους όποιους πολλούς όσους σου έφεραν ακατάσχετη αιμορραγία. Από τους πολλούς όσους σου έκαναν το τραύμα τυφλό.

 

Κι όλα αυτά, για να μην πεις, επειδή δείλιασες να πεις, πως το μεγάλο κρυμμένο μυστικό σου είναι ότι σου έκλεψαν το προνόμιο της ιστορίας. Να ορίσεις εσύ το τραύμα σου. Που, έτσι, δεν θα ήταν τυφλό. Θα μπορούσες να μιλήσεις τη μοίρα του, θα έκανες αγώνα για να το ιστορήσεις ως τραύμα που θα είχες μερίδιο στον ορισμό του, θα το έβαζες στον τόπο και τον χρόνο του, κι έτσι να μην είναι τυφλό, απρόσκλητο, απρόβλεπτο.

 

Αναρωτιέμαι. Τι μπορεί να είναι η Αριστερά; Μήπως η αναψηλάφηση ενός τραύματος πριν αυτό γίνει τυφλό;

 

Scroll to top