Pin It

Της Λήδας Γαλανού

 

Ο Γκιγέρμο ντελ Τόρο κατά τη συνήθειά του στήνει ακόμα ένα εντυπωσιακό, αλληγορικό σύμπαν, που απλώς αυτή τη φορά ανήκει στο μέλλον και απειλείται από τέρατα. Αντίθετα η Σοφία Κόπολα μας προσγειώνει στην πραγματικότητα του Λος Αντζελες, σε μια γενιά κατεστραμμένη από το γυαλιστερό κενό των media

 

Pacific Rim

Σκηνοθεσία: Γκιγέρμο ντελ Τόρο

Ηθοποιοί: Τσάρλι Χάναμ, Ιντρις Ελμπα, Ρον Περλμαν, Ρίνκο Κικούτσι, Τσάρλι Ντέι, Μπερν Γκόρμαν, Ρόμπερτ Καζίνσκι

 

Στο κοντινό μέλλον, η Γη πρόκειται να καταστραφεί από θηριώδη τέρατα, τα Καϊτζού, που αναδύονται από τον πυρήνα της, μέσα από ένα ρήγμα στον βυθό. Ολες οι χώρες συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της απειλής, κατασκευάζοντας υπερμεγέθη ρομπότ, τα Γέγκερ, τα οποία κατευθύνονται, εσωτερικά, από δύο πιλότους που λειτουργούν ως ένας: η σκέψη τους είναι συνδεδεμένη κι απόλυτα ταυτισμένη, μέσω μιας γέφυρας νευρώνων. Καθώς οι άνθρωποι μοιάζουν να χάνουν τη μάχη, το μέλλον της Γης θα βρεθεί να κρέμεται από τα χέρια δύο φαινομενικά ασύμβατων πιλότων, ενός αξιωματικού σε δυσμένεια και μιας εκπαιδευόμενης, που μαζί με την ανθρωπότητα χρειάζεται να σώσουν και τους εαυτούς τους από τις ανασφάλειές τους.

 

Ο Γκιγέρμο ντελ Τόρο παρουσιάζει, επιτέλους, το νέο του σκοτεινό, φουτουριστικό παραμύθι, αφηγούμενος στην ουσία την ίδια ιστορία που ξετύλιξε στο «Devil’s Backbone», το «Hellboy» ή τον «Λαβύρινθο του Πάνα», την ιδέα ότι η πιο απροσδόκητη ομάδα, αν λειτουργήσει ως μονάδα, μπορεί να φέρει τη λύση και τη σωτηρία. Εκείνο που αλλάζει στο «Pacific Rim» είναι ο κόσμος κι ο Ντελ Τόρο δημιουργεί το πιο εντυπωσιακό, ατμοσφαιρικό, αλληγορικό σύμπαν που έχει κατασκευαστεί στο σύγχρονο σινεμά. Η δική του μελλοντική Γη, ολοζώντανη και σχεδιασμένη στην κάθε της μικρή λεπτομέρεια, είναι ένα ντεκόρ που ρουφά μέσα του τον θεατή, αποκαλύπτοντάς του μια απόλυτα πειστική φαντασμαγορία, σκοτεινή όπως η ελπίδα και τρομακτική όπως τα παιδικά παραμύθια.

 

Τα πλάσματα που στελεχώνουν αυτόν τον κόσμο είναι σε κύριο λόγο τα τέρατα και τα ρομπότ που έχουν ξεπηδήσει από το καινοτόμο μυαλό του σκηνοθέτη: πολυδιάστατα, πελώρια, εμπνευσμένα, σύνθετα, βασισμένα στην παράδοση των ιαπωνικών anime και χρωματισμένα με το μεξικανικό πάθος του δημιουργού τους, μαγικά, τόσο που δεν χορταίνεις να τα βλέπεις.

 

Στην πορεία της ταινίας, άλλωστε, γίνεται προφανές ότι αυτός ο νέος κόσμος, σχεδιασμένος και κατά ένα μεγάλο μέρος κατασκευασμένος από τον Ντελ Τόρο, μαζί με τα ρομπότ και τα τέρατα, είναι εκείνο που περισσότερο ενδιαφέρει τον σκηνοθέτη. Το σενάριο της ταινίας είναι υποτυπώδες, οι σκηνές ανάμεσα σε ανθρώπους (είτε πρόκειται για σχέση πατέρα-γιου είτε συντρόφων στη μάχη είτε σ’ έναν έρωτα που ανθεί δειλά), είναι τετριμμένες κι εντελώς αδιάφορες, σαν πραγματικά ο Ντελ Τόρο να μην έκανε τον κόπο να φροντίσει την πλοκή και τους (ανθρώπινους) ήρωες της ταινίας του.

 

Αντίθετα οι σκηνές της δράσης, των μαχών μεταξύ Καϊτζού και Γέγκερ, είναι αληθινά συγκλονιστικές και τολμηρά σκηνοθετημένες, μια νέα εμπειρία που αφήνει τον θεατή να ζητά κι άλλο: κι άλλο υπερθέαμα, κι άλλη φουτουριστική χορογραφία, κι άλλη σκηνογραφική έμπνευση, κι άλλη ένταση μεγατόνων. Οχι άλλο διάλογο. Γυρισμένη σε 3D στην καλύτερη εκδοχή του, μ’ ένα απεριόριστο βάθος πεδίου και πρωτοφανή γλαφυρότητα, η ταινία δίνει το στοίχημά της στη φαντασία κι όχι στον κόσμο των ανθρώπων. Κι αγνοώντας τα εγκόσμια, το κερδίζει θεαματικά. Αν η ίδια προσήλωση και σκοτεινή μελαγχολία είχε δοθεί και στους «πραγματικούς» ήρωες του φιλμ, θα είχαμε δει ένα αληθινό αριστούργημα.

 

Οι ύποπτοι φορούσαν γόβες

(The Bling Ring)

Σκηνοθεσία: Σοφία Κόπολα

Ηθοποιοί: Εμα Γουότσον, Κέιτι Τσανγκ, Ισραελ Μπρουσάρ, Κλερ Τζούλιεν, Λέσλι Μαν

 

Μια παρέα πέντε εφήβων στο Λος Αντζελες εκπληρώνει τη μανία της με τη διασημότητα και τη λατρεία της για τα celebrities ληστεύοντας τακτικά τα σπίτια επωνύμων, όχι για να πλουτίσει, αλλά για να μοιραστεί τη γεύση της πολυτέλειας που χαρακτηρίζει τις ζωές τους.

 

Η ταινία βασίζεται στην πραγματική ιστορία που αποκαλύφθηκε το 2010 στο περιοδικό Vanity Fair κι αποτελεί την ιδανική αφορμή για να βυθιστεί η Σοφία Κόπολα γι’ άλλη μία φορά στη μελαγχολία της διασημότητας και το αδιέξοδο της ανήσυχης εφηβικής σκέψης.

 

Καθώς η Κόπολα έχει μια υπέροχα ποπ ιδιοσυγκρασία κι ο κόσμος της επιφάνειας και της υπερβολής τής είναι ιδιαίτερα γνώριμος, η σκηνοθέτρια στήνει ένα χρωματιστό, γεμάτο μουσική γαϊτανάκι και εικονοποιεί εκπληκτικά την αίσθηση του αταίριαστου παιδιού που επειδή δεν ανήκει στον κόσμο που αγαπά, αποφασίζει να του επιτεθεί. Το ψυχογράφημα μιας γενιάς κατεστραμμένης από το γυαλιστερό κενό των media είναι το ζητούμενο της ταινίας, αλλά η Κόπολα το καταφέρνει μόνο κατά στιγμές. Το φιλμ ξετυλίγεται ως μια σειρά από «εκστρατείες» της ομάδας σε πανάκριβα σπίτια (της Πάρις Χίλτον, μάλιστα, είναι το αληθινό), με τέτοια επαναληπτικότητα που η δομή κυλά σε λούπα: σε όποιο σημείο κι αν την πιάσεις, δεν θα χάσεις τίποτα. Τα παιδιά αράζουν σε καναπέδες και ακατάστατα δωμάτια, σχεδιάζουν το επόμενο βήμα δράσης και το εκτελούν. Και ξανά. Και ξανά. Κι έτσι η Κόπολα παγιδεύεται στο ίδιο παράπτωμα που θέλει να θίξει με την ταινία της. Την αποθέωση (ομολογουμένως με χάρη, ειλικρίνεια και ακρίβεια) του τίποτα, ενός γόνιμου κενού που παραμένει άδειο και μετά το φινάλε.

 

Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου

Σκηνοθεσία: Μαρία Ηλιού

 

Με τον πλήρη τίτλο «Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου: διωγμός & ανταλλαγή πληθυσμών, Τουρκία-Ελλάδα, 1922-1924», η Μαρία Ηλιού παρουσιάζει το δεύτερο μέρος της έρευνάς της που ξεκίνησε με το «Σμύρνη, η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922». Η ταινία καταγράφει, μέσα από μαρτυρίες αλλά και σύγχρονες αφηγήσεις κι εξηγήσεις, την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, όπως επιβλήθηκε στη Συνθήκη της Λωζάννης, αλλά και όπως βιώθηκε από τους ανθρώπους που κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τη ζωή και τον τόπο τους.

 

Μετανάστες πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς μιλούν στην κάμερα για την ανθρώπινη ιστορία τους, καθώς επιστήμονες εντάσσουν τις αναμνήσεις τους στη μεγάλη Ιστορία, εκείνη που υπερβαίνει τα πρόσωπα που τη συνθέτουν.

 

Το ενδιαφέρον της Ηλιού και του ιστορικού Αλέξανδρου Κιτροέφ και για τις δύο πλευρές μεταναστών στήνει ένα ντοκιμαντέρ συγκινητικό και διαφωτιστικό, μακριά από κάθε ίχνος εθνικιστικής πρόθεσης, στυλωμένο στο παρελθόν αλλά νοηματικά καίριο. Μπορεί το αρχειακό υλικό να είναι λιγότερο σπάνιο ή εντυπωσιακό από της πρώτης ταινίας, αλλά το συναισθηματικό βάρος του ξεριζωμού ανθρώπων που ξαφνικά δεν ανήκαν πουθενά –από κοινού ελληνορθόδοξων και μουσουλμάνων– τού χαρίζει μεγαλύτερη πολιτική αξία σήμερα, σκιαγραφώντας την ανθρώπινη διάσταση του μετανάστη με την αξεπέραστη βαρύτητα της αλήθειας και της μνήμης.

 

Οταν θέλουν οι γυναίκες

(Et maintenant on va où?)

Σκηνοθεσία: Ναντίν Λαμπακί

Ηθοποιοί: Κλοντ Μπαζ Μουσαμπά, Ναντίν Λαμπακί, Λεϊλά Χακίμ

 

Μια φορά κι έναν καιρό χριστιανοί και μουσουλμάνοι συγκατοικούσαν ειρηνικά στο μικρό λιβανέζικο χωριό, που τώρα κατατρώγεται από εμφύλιες διαμάχες. Οι γυναίκες του χωριού είναι αποφασισμένες να εκβιάσουν τον συμβιβασμό μεταξύ των πολεμόχαρων αντρών, ακόμα και με τη μεγαλύτερη προσωπική θυσία. Η Ναντίν Λαμπακί σε ρόλο σκηνοθέτριας, σεναριογράφου και πρωταγωνίστριας συνθέτει μια αισθητικά γοητευτική, αλλά ουσιαστικά επιφανειακή και αφελή πολιτική αλληγορία. Με μια πλοκή που αντηχεί Αριστοφάνη και μια ροπή προς το κλισέ και το φολκλόρ, η ταινία χειρίζεται με χιούμορ και αφέλεια θέματα που πιθανόν θα απέφευγε αν δεν είχε γυριστεί το 2011.

 

Είσαι ο επόμενος

(You’re next)

Σκηνοθεσία: Ανταμ Γουίνγκαρντ

Ηθοποιοί: Σάρνι Βίνσον, Τζο Σουόνμπεργκ, Εϊ Τζέι Μπάουεν, Νίκολας Τούτσι, Γουέντι Γκλεν, Ρομπ Μόραν

 

Οι γονείς Ντέιβιντσον καλούν τα παιδιά τους και τα έτερα ημίσεά τους στην εξοχική τους έπαυλη για να γιορτάσουν την επέτειό τους. Στη διάρκεια της βραδιάς και καθώς οι εντάσεις ανάμεσα στ’ αδέλφια αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια, η οικογένεια βρίσκεται πολιορκημένη από μια συμμορία καμουφλαρισμένων δολοφόνων, αποφασισμένων να ξεκληρίσουν τους Ντέιβιντσον με τις πιο αποτρόπαιες μεθόδους.

 

Αξιος συνεχιστής της παράδοσης των b-movie slashers, με σεβασμό στους κανόνες του είδους, ταχύτητα και ασταμάτητες τρομάρες, την απαραίτητη απαξίωση των κοινωνικά προνομιούχων, διασκεδαστικό, αιματοβαμμένο αλλά καθόλου πρωτότυπο και καθόλου σέξι. Θαυμάσια η αθλητική πρωταγωνίστρια που απρόσμενα δίνει σε όλους να καταλάβουν τι εστί εκνευρισμένη γυναίκα με τη βοήθεια ενός τσεκουριού.