Του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή
Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το αίμα του δολοφονημένου και ήρθε στην επιφάνεια ο οχετός των αναμασημένων δηλώσεων και ο παραλογισμός των πορνικών αντεγκλήσεων. Επειδή στην πολιτική ισχύει ο νόμος του Παβλόφ, όπου ο σκύλος παθαίνει σιελόρροια ακούγοντας τον ήχο του κώδωνος που τον καλεί να χορταστεί, δίχως απαραιτήτως να είναι μπροστά του το φαγητό του, οι κορυφαίοι θεσμοί του τόπου αμόλησαν πάλι το σάλιο τους ότι δεν πρέπει να υπάρξει χαραμάδα για τον φασισμό (θα υποθέσουμε ότι με τον όρο «φασισμός» εννοείται ο εθνικισμός της σβάστικας, δηλαδή του «μαιάνδρου» στα καθ’ ημάς), ότι σκληρά μέτρα πρέπει να ληφθούν, ότι οι προπηλακισμοί των πολιτικών πρέπει να λάβουν τέλος, ότι το γόητρο του Κοινοβουλίου πρέπει να διαφυλαχτεί. Συνηθισμένοι είναι οι κορυφαίοι θεσμοί του τόπου να χορταίνονται από τέτοιο φαγητό. Εχοντας χάσει την όραση, τη γεύση και την όσφρηση, δεν βλέπουν πως το πιάτο έχει ένα άλλο φαγητό. Ενα φαγητό όπου το δηλητήριο πέφτει λίγο λίγο και προκαλεί μιθριδατισμό, δηλαδή, όπως εξηγεί το Λεξικό του Τριανταφυλλίδη, «βαθμιαία εξοικείωση του ανθρώπινου οργανισμού σε δηλητήρια, βαθμιαία εξοικείωση του ανθρώπου σε δυσάρεστες καταστάσεις». Λογική συνεπώς η υπόθεση πως η επόμενη δολοφονία προετοιμάζεται.
Συγχωρούνται αυτές οι μηδαμινότητες, δεν πρόκειται ποτέ να βγουν από τα καταφύγιά τους. Συγχωρούνται παρ’ όλο που ωθούν τον τόπο στον οχετό τους, αυτό διδάχτηκαν, παρερμηνεύοντας και σκυλεύοντας έννοιες δικαίου, θυσίες γενεών, μαρτύρια πολλών δεκαετιών, ελπίδες αξιοπρέπειας, διδάγματα γλώσσας, παράδοσης, Ιστορίας. Συγχωρούνται παρ’ όλο που οι ηρωισμοί τους, τους οποίους επικαλούνται στα χρόνια της δικτατορίας, ηχούν τσίγκινοι στη διάρκεια του δημόσιου βίου τους. Συγχωρούνται παρ’ όλο που η σιελόρροιά τους δεν έχει μέτρο.
Ασυγχώρητος είναι ο παραλογισμός τους, που λαβαίνει όλο και περισσότερο τη μορφή πορνικών αντεγκλήσεων. Πορνική πονηριά είναι η κυβερνητική απόφαση να βγάλει στην αγορά έναν καρδινάλιο της πρωθυπουργικής κουρίας, άγνωστο ως πρόσωπο, γνωστό ως μουστάκι, με εντολή να «κράξει» τους κυβερνητικούς πολιτικούς αντιπάλους. Με τη βεβαιότητα του φωτισμένου, στρέφοντας το δάχτυλο προς το κοινό εν είδει έξαρσης της ελικρίνειας των επιχειρημάτων του, χρησιμοποιώντας κακόφημους νεολογισμούς, όπως «συνταγματικό τόξο», «συνωμοσία των άκρων», υπήρξε επαρκώς φαιός παρ’ όλο που η γραβάτα του ήταν ανοιχτόχρωμη. Ο εν λόγω κύριος έκανε σωστά τη δουλειά του: μεμιάς, το απέναντι μαγαζάκι έβγαλε τους δικούς του ιεροφάντες στο πεζοδρόμιο. Και, προς ενίσχυση μάλλον, πρόσφερε εφεδρείες, μία από τις οποίες έπασχε από γλωσσική ακράτεια, δυστυχής που δεν είχε προλάβει να πει όσα είχε γράψει σε χαρτί, το οποίο δίπλωσε και αποχώρησε φουντωμένη, όπως είχε φτάσει. Ενισχύσεις πρόσφερε άλλος πολιτικός, του οποίου το πιτσιλισμένο με αίμα πουκάμισο θύμιζε ταυρομάχο, που είχε σπεύσει να σκοτώσει τον ταύρο, έχοντας όμως μπει σε λάθος αρένα, τη λάθος ώρα, οργισμένος ο δυστυχής. Αυτός ο χορός δεν αποκλείει την προετοιμασία της επόμενης δολοφονίας.
Οσο για τη χορεία των δολοφόνων, η πορεία στον μαίανδρο του εθνικιστικού τους εμβλήματος δεν μπορεί να παρεκκλίνει: ο μαίανδρος έχει το πλεονέκτημα να καθορίζει υποχρεωτική ροή, μια προς τα δεξιά, μια προς τα αριστερά, μια προς τα πάνω, μια προς τα κάτω. Αυτή η ροή δεν διακόπτεται με πρόσθετα νομοθετικά μέτρα. Αυτή η ροή ενισχύεται από συναφείς ροές, που διογκώνονται ανά την Ευρώπη και επιτρέπουν αφανείς ή ολοκάθαρες κυβερνητικές συνεργασίες. Η σκέψη για αναγνώριση της χορείας των δολοφόνων ως παράνομης οργάνωσης δεν επιτρέπεται. Η χορεία των δολοφόνων έχει βαθιές ρίζες στο κράτος και στην κοινωνία. Αυτές οι ρίζες είναι πια βέβαιο πως αναπτύχθηκαν στην περίοδο της «μεταπολίτευσης». Εβγαλαν άνθη σε γλάστρες. Σήμερα βγάζουν καρπούς σε μποστάνια. Οσο και αν οι θεσμοί λογαριάζουν ότι το χώμα θα δείξει πως δεν είναι κατάλληλο, ξεχνούν πως τα ξερικά είναι περισσότερο γευστικά από τα ποτιστικά. Οσο και αν τα πορνικά λογαριάζουν πως το μποστάνι είναι ξέφραγο, ξεχνούν πως ο δραγάτης το φυλάει. Και όποτε το αποφασίσει, τραβάει το μαχαίρι του. Η πρώτη δολοφονία ετοιμάζει την επόμενη!