Στις Κάνες ήταν όλα μέλι-γάλα (ή περίπου) μεταξύ του Γαλλοτυνήσιου σκηνοθέτη και των δύο πρωταγωνιστριών του, της Αντέλ Εξαρχόπουλος και της Λεά Σεϊντού. Μετά άρχισαν τα όργανα, οι αποκαλύψεις και οι κατηγόριες ηθοποιών και τεχνικών εναντίον του Κεσίς και το δικό του πρωτοφανές ξέσπασμα: «Αν ήταν στο χέρι μου, δεν θα την έβγαζα στις αίθουσες». Η κριτικός κινηματογράφου της «Εφ.Συν.» ήταν στις Κάνες, μίλησε με όλους και έχει το στόρι από πρώτο χέρι
Της Λήδας Γαλανού
Μετά την παγκόσμια, κριτική, καλλιτεχνική, ακόμα και εμπορική επιτυχία των προηγούμενων ταινιών του Αμπντελατίφ Κεσίς, «Κους κους με φρέσκο ψάρι» του 2007 και «Μαύρη Αφροδίτη» του 2010, όλη η κινηματογραφική κοινότητα περίμενε με ανυπομονησία να δει το καινούργιο του πόνημα στο Φεστιβάλ Κανών.Τη «Ζωή της Αντέλ», μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο κορίτσια, βασισμένη στο κόμικ της Ζιλί Μαρό, διάρκειας ακριβώς τριών ωρών.
Μία ώρα μετά την προβολή της όλοι μιλούσαν για μια ταινία που περνά σαν ανάσα, ένα ερωτικό ξύπνημα τεράστιας ευαισθησίας και χάρης, με δύο συγκλονιστικές πρωταγωνίστριες. Η επιτυχία του φιλμ επισφραγίστηκε με τον Χρυσό Φοίνικα Καλύτερης Ταινίας του Φεστιβάλ Κανών, ο οποίος δόθηκε, για πρώτη φορά στα χρονικά, στον σκηνοθέτη και, μαζί, στις δύο πρωταγωνίστριές του, Αντέλ Εξαρχόπουλος και Λεά Σεϊντού, επισημαίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη σπουδαιότητα και της δικής τους συνεισφοράς στην ταινία και την αναγνώρισή της. Οι τρεις τους, ο Αμπντέλ, η Αντέλ και η Λεά, αγκαλιασμένοι και κλαίγοντας, παρέλαβαν το βραβείο τους και έδωσαν συγκινημένοι όρκους πίστης στη συνεργασία τους. Μέχρι που όλα άλλαξαν…
Στη διάρκεια του Φεστιβάλ Κανών, οι δύο ηθοποιοί της ταινίας μάς έδωσαν αποκλειστικές συνεντεύξεις: τα λόγια τους, προσεκτικά και συγκροτημένα, περιγράφουν μια απαιτητική εμπειρία, που όμως τις αποζημίωσε απλόχερα.
«Οχι απλώς δεν είχα επιφυλάξεις να παίξω στην ταινία», μας είπε η 19χρονη Αντέλ Εξαρχόπουλος, Γαλλίδα ελληνικής καταγωγής, ολόφρεσκη και πανέμορφη, «αλλά δούλεψα πολύ γι’ αυτό: ο ρόλος δεν μου προσφέρθηκε, έκανα αλλεπάλληλα κάστινγκ για να τον κερδίσω. Δεν δίστασα ούτε στιγμή. Στο γύρισμα η Λεά κι εγώ είχαμε απίστευτη ελευθερία, είχαμε το περιθώριο να δώσουμε στον ρόλο μας νέες κατευθύνσεις κι ο Αμπντελατίφ είχε την υπομονή να περιμένει μέχρι να πάρει το αποτέλεσμα που ήθελε. Το σενάριο εξελίχθηκε πολύ στη διάρκεια του γυρίσματος. Αρχικά ήταν μια απλή ιστορία αγάπης, βασισμένη στο κόμικ της Ζιλί Μαρό. Βλέπω ένα κορίτσι με μπλε μαλλιά και μπλε μάτια, όμορφα χείλη και χαμόγελο και βυθίζομαι μέσα της. Σταδιακά, όμως, η ιστορία έγινε πολύ πιο σύνθετη, η Λεά κι εγώ πλουτίσαμε τις ηρωίδες μας με δικά μας, οικεία μας χαρακτηριστικά».
Το γύρισμα, ωστόσο, της «Ζωής της Αντέλ» ήταν κάθε άλλο παρά συνηθισμένο: «Διήρκεσε πέντε μήνες», μας εξήγησε η… πραγματική Αντέλ. «Τώρα που έχει παρεμβληθεί απόσταση από την περίοδο των γυρισμάτων, μπορώ να αποστασιοποιηθώ, να το κοιτάξω πιο ψύχραιμα, αλλά την περίοδο που δουλεύαμε, η ατμόσφαιρα του γυρίσματος με είχε επηρεάσει πολύ. Ολα είχαν τόσο μεγάλη ένταση, είχαν άμεση επίδραση πάνω μου, ήταν και πολύ κουραστικά, πράγμα που σε κάνει ακόμα πιο ευαίσθητο. Ναι, ήταν δύσκολο και για μας τις δύο και για όλο το συνεργείο. Αλλά όταν δουλεύεις με τον Αμπντέλ οφείλεις να τα εγκαταλείψεις όλα και να τον ακολουθήσεις ,γιατί είναι μεγάλη τύχη να έχεις αυτήν την ευκαιρία. Απαιτεί τη δέσμευσή σου».
Η Λεά Σεϊντού, η καλλονή του νέου γαλλικού σινεμά, πιο λιγομίλητη και πιο έμπειρη, μας μίλησε λακωνικά: «Ο Κεσίς είναι πολύ σκληρός, αλλά κι εγώ ήθελα να έχω μια έντονη κινηματογραφική εμπειρία, γι’ αυτό και τον προσέγγισα. Αλλά είναι πολύ σκληρός, δεν ξέρω αν θα το ξαναέκανα, δεν είμαι σίγουρη. Αυτό που έμαθα από την εμπειρία της ταινίας είναι το πώς να βιώνω τα δυνατά συναισθήματα, αλλά το να γυρίζεις μια ταινία με τον Κεσίς είναι περισσότερο από δουλειά. Το γύρισμα πήρε πολύ καιρό, συνολικά του αφιέρωσα έναν ολόκληρο χρόνο της ζωής μου. Πολύ απαιτητικό».
Η Εξαρχόπουλος έμοιαζε οπωσδήποτε πιο πρόθυμη: «Αν υπήρχε στη “Ζωή της Αντέλ” ένα τρίτο κεφάλαιο ή ένα τέταρτο –όχι αμέσως, μετά από κάποιο καιρό– δεν θα δίσταζα να ξαναπάρω μέρος. Αγαπώ τον τρόπο με τον οποίο ο Αμπντέλ μεταχειρίζεται στις ταινίες του τις γυναίκες ή το πώς προσεγγίζει τις ηθοποιούς του, με απίστευτη άνεση και φυσικότητα, την ανθρωπιά που βγάζει το έργο του, τη μαχητικότητά του. Αγαπώ την αλήθεια του. Και τη γενναιοδωρία του: πρέπει να του δώσεις τα πάντα, αλλά στα επιστρέφει και με το παραπάνω». Σίγουρα ο σκηνοθέτης ξέρει πώς να εκμαιεύει τα βαθύτερα ένστικτα των ηθοποιών του, σύμφωνα με την Αντέλ: «Ο Αμπντελατίφ μάς καθοδηγούσε συναισθηματικά, μας μιλούσε διαρκώς στη διάρκεια του γυρίσματος της κάθε σκηνής. Ούτως ή άλλως και πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα είχε χτίσει μαζί μας μια σχέση εμπιστοσύνης μέσα από μεγάλες συζητήσεις. Μιλούσαμε πολύ απ’ όταν γνωριστήκαμε μέχρι τώρα. Δεν κάναμε πρόβες πριν ξεκινήσει η ταινία –η τακτική του είναι να γυρίζει πολλές φορές την ίδια σκηνή ώσπου να δουλευτεί σωστά. Για παράδειγμα, τη σκηνή όπου τρώμε παρέα με τη Λεά στο πάρκο και ανταλλάσσουμε το πρώτο μας φιλί, τη γυρίζαμε για μία εβδομάδα συνεχόμενα, κάθε μέρα. Γυρίζαμε άπειρες ώρες, άπειρες φορές, γιατί ο Κεσίς θέλει να σε κάνει να εγκαταλείψεις τον εαυτό σου, να δοκιμάσεις αυτοσχεδιασμούς, να συνεχίσεις μέχρι να έχεις το ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Δουλεύει από κοντά μαζί σου, αλλά χωρίς να σου επιβάλλει κάτι, οδηγώντας σε στο να βγάλεις αυτό που εσύ έχεις μέσα σου».
Ομορφα λόγια εμπιστοσύνης, περιτυλιγμένα στο hype που προκάλεσε «Η ζωή της Αντέλ» στις Κάνες και τον θρίαμβο που έκλεισε τον πρώτο κύκλο στην καριέρα της ταινίας.
Διαβάστε επίσης: Όλοι εναντίον όλων και στη μέση η ταινία