Του Χάρη Ιωάννου
Τις ημέρες αυτές, δύο χρόνια πριν, ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του σημερινού κυβερνητικού σχήματος αποφάσιζαν να αντικαταστήσουν, χωρίς εκλογές, τη μονοκομματική κυβέρνηση Παπανδρέου των 153 βουλευτών με την τρικομματική κυβέρνηση του πρώην τραπεζίτη Λ. Παπαδήμου. Λίγους μήνες μετά ο πρώτος ορκίστηκε πρωθυπουργός και ο δεύτερος ανέλαβε την προεδρία του κόμματός του και την αντιπροεδρία της τρίτης κατά σειρά κυβέρνησης στα χρόνια του Μνημονίου.
Ενάμιση χρόνο μετά τις τελευταίες εκλογές, αν εξαιρέσουμε το περιβόητο «πρωτογενές πλεόνασμα» που οφείλεται κατά κύριο λόγο στον υπουργό Οικονομικών Γ. Στουρνάρα, η κατάσταση βαίνει συνεχώς επιδεινούμενη. Η ανεργία καλπάζει στο 30% (60% για τους νέους), αλλά ο υπουργός Εργασίας πανηγυρίζει γιατί οι άνεργοι πολλαπλασιάζονται… λιγότερο από πριν. Στην πραγματική οικονομία η ρευστότητα παραμένει όνειρο θερινής νυκτός, η κατάσταση στα ασφαλιστικά ταμεία είναι στο «κόκκινο» λόγω χαμηλών εσόδων, η υπερφορολόγηση οδηγεί ανοιχτά πλέον σε δήμευση περιουσιών από το κράτος, ενώ «φως στο τούνελ» δεν φαίνεται πουθενά, παρά τα πρόσφατα φληναφήματα περί «εξόδου από το Μνημόνιο το 2014».
Ο 62χρονος Αντώνης Σαμαράς, βουλευτής από το 1977, δυσκολεύεται πλέον να πείσει ότι μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση. Περιστοιχισμένος από μια ακροδεξιά ομήγυρη κρατικοδίαιτης μετριοκρατίας, ο σημερινός πρωθυπουργός εκτός από λουκέτα στην ΕΡΤ και στα νοσοκομεία «με εντολή Σαμαρά» δείχνει ότι δεν μπορεί να προσφέρει κάτι διαφορετικό. Ούτε να συνεχίσει σταθερά και αταλάντευτα την ίδια αδιέξοδη μνημονιακή πολιτική, όπως επιθυμούν οι δανείστριες δυνάμεις, ούτε να επαναδιαπραγματευτεί συνολικά μια χαλάρωση της λιτότητας στην ελληνική οικονομία, όπως απαιτεί μια υπό διαμόρφωση νέα, ίσως και κοινοβουλευτική, πλειοψηφία.
Βουλευτές και στελέχη της καραμανλικής πτέρυγας εμφανίζονται πλέον μετανιωμένοι για την επιλογή τους το φθινόπωρο του 2009. Η «λαϊκή Δεξιά» ασφυκτιά κάτω από τα κοινωνικά αδιέξοδα που προκαλεί η ακολουθούμενη πολιτική, ενώ το φιλελεύθερο κομμάτι της συντηρητικής παράταξης, με αιχμή του δόρατος την Ντόρα Μπακογιάννη, φωνάζει ανοιχτά πλέον για την ανάγκη νέας κυβέρνησης από τους παρόντες κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς.
Παρόμοιες σκέψεις κάνουν και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, είτε αυτά προέρχονται από το «παπανδρεϊκό» τμήμα είτε πρόκειται για στελέχη που κρατούν μικρές αλλά διακριτικές αποστάσεις από τη σημερινή ηγεσία του Ευάγγ. Βενιζέλου.
Στη λογική του «εν δυνάμει κυβερνητικού εταίρου» κινείται και η εσωτερικά αλληλοσπαρασσόμενη ΔΗΜΑΡ, ένα τμήμα της οποίας καλοβλέπει τη συμμετοχή σε μια νέα κυβέρνηση, αλλά χωρίς τον Α. Σαμαρά, και ένα άλλο λοξοκοιτά προς μια μελλοντική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Εκτός από τα πολιτικά στελέχη, η σκέψη αυτή φαίνεται να έχει ωριμάσει και σε ένα μέρος της εγχώριας επιχειρηματικής ελίτ, η οποία διά του παρασκηνίου έχει αποφασίσει να έχει λόγο στις εξελίξεις.
Για το ενδεχόμενο αλλαγής κυβέρνησης και πρωθυπουργού έχουν ενημερωθεί τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο Πάνος Καμμένος, όπως παραδέχτηκαν ανοιχτά και οι δύο στις ομιλίες τους κατά τη συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας, προσθέτοντας ότι δεν είναι διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σε τέτοιες διεργασίες.
Το περιβάλλον Σαμαρά, διακατεχόμενο από μια ψευδαίσθηση περί «αναντικατάστατου», δεν δείχνει πρόθυμο να παραδώσει τις «καρέκλες», όπως ο Γ. Παπανδρέου το 2011. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί πολιτικά εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά δυστυχώς κοινωνικά λίαν επικίνδυνο.