Του Τάσου Παππά
Η αντίθεση της ηγεσίας του ΚΚΕ (από το 1991 και μετά) απέναντι στις δύο κορυφαίες επιλογές του κόμματος- τη δημιουργία του ενιαίου Συνασπισμού και τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζαννετάκη- ήταν δεδομένη. Ομως, όσο ζούσε ο Χαρίλαος Φλωράκης, ο αρχιτέκτονας αυτών των κινήσεων, δεν ήταν εύκολο να αποδομηθούν. Αραιά και πού δημοσιεύονταν στα εκφραστικά όργανα του ΚΚΕ κάποια άρθρα με κριτικές αναφορές σε εκείνη την περίοδο, αλλά συζήτηση επί της ουσίας δεν είχε γίνει. Το θέμα «έκαιγε».
Σήμερα, η ηγεσία του ΚΚΕ νιώθει αρκετά ισχυρή ώστε να πάρει σαφείς αποστάσεις από την πολιτική, ίσως του πιο αγαπητού και του πιο δημοφιλούς γραμματέα του κόμματος. Αυτοκριτική όμως χωρίς θύματα δεν είναι νοητή. Βεβαίως, επειδή τα περισσότερα απ’ τα σημερινά κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ είναι «παιδιά» του Χ. Φλωράκη -με την έννοια ότι μέσω αυτού αναδείχθηκαν στην πολιτική και κομματική ζωή- και επειδή οι καιροί έχουν αλλάξει, όλα γίνονται με πιο ήπιο τρόπο. Για την ώρα λείπουν οι ισοπεδωτικές προσεγγίσεις, οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί, οι βιτριολικοί υπαινιγμοί και οι δίκες προθέσεων, που σε παλιότερες εποχές έδιναν τον τόνο στις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις.
Η διάσπαση του 1991 ήταν μια τραυματική εμπειρία για το ΚΚΕ. Σύμφωνα με τους νικητές του 13ου Συνεδρίου, οι οπορτουνιστές (έτσι αποκαλούνται όσοι αποχώρησαν από το ΚΚΕ) επιχείρησαν να διαλύσουν το κόμμα μετατρέποντάς το σε συνιστώσα τού τότε Συνασπισμού. Αυτό για το οποίο κυρίως εγκαλείται ο Χ. Φλωράκης είναι ότι δεν διέβλεψε εγκαίρως τον κίνδυνο και τους επέτρεψε να αποκτήσουν σημαντικά ερείσματα στις οργανώσεις και στο στελεχικό επίπεδο. Πράγματι οι πιο εμβληματικοί εξ αυτών, δηλαδή οι Ανδρουλάκης, Λαφαζάνης, Δραγασάκης, Δαμανάκη, Αλαβάνος, Καρτερός, βρίσκονταν πολύ κοντά του, ενώ με πρόταση του Χ. Φλωράκη εξελέγη γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής ο Γρ. Φαράκος -ο άλλος αποσυνάγωγος.
Ωστόσο, αυτό που πρέπει να αναγνωρίσουν στον Χ. Φλωράκη όσοι τώρα του ασκούν κριτική είναι ότι χωρίς τη δική του παρέμβαση, το ΚΚΕ δεν θα υπήρχε, όπως υπάρχει, και αυτοί μάλλον θα ήταν κάπου αλλού. Πράγματι, ο Χ. Φλωράκης ενθάρρυνε και στήριξε τα στελέχη που αγωνίζονταν για τον εκσυγχρονισμό του ΚΚΕ. Πράγματι, συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία του ενιαίου Συνασπισμού, βοήθησε προς αυτήν την κατεύθυνση και ο άνεμος ανανέωσης που έπνεε από τη Σοβιετική Ενωση του Γκορμπατσόφ. Οταν όμως τα πράγματα έφτασαν σε οριακό σημείο και η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, δεν επέλεξε να γίνει ο «Λούθηρος» του κομμουνιστικού κινήματος, όπως τον προέτρεπε ο Μίμης Ανδρουλάκης, αλλά προτίμησε να συνταχθεί με την άποψη του οικοδόμου, με τον οποίο είχε συνομιλήσει λίγες μέρες πριν από το 13ο Συνέδριο. Είπε στην ομιλία του: «Να κάνουμε λοιπόν αλλαγές. Και να σας πω κάτι; Πριν από λίγες μέρες είχα συζήτηση μ’ έναν οικοδόμο. Του λέω, ‘‘πρέπει να κάνουμε αλλαγή;’’. ‘‘Ναι’’ λέει, ‘‘να κάνουμε αλλαγές, να διορθώσουμε τις βεράντες, αν είναι παλιές, όμως τα πέδιλα’’ λέει ‘‘να τα προσέξουμε’’. Τα πέδιλα πρέπει να είναι γερά και να μείνουν σταθερά: Ετσι, μ’ αυτόν τον τρόπο σύντροφοι, έδωσε όλο το νόημα. Αλλαγές να κάνουμε, αλλά τον χαρακτήρα τον επαναστατικό του κόμματος πρέπει να τον διατηρήσουμε».
Η μάχη για τους ανανεωτικούς χάθηκε για μερικές δεκάδες ψήφους επειδή ο Χ. Φλωράκης την κρίσιμη στιγμή έριξε το βάρος του υπέρ της παράδοσης. Αυτό που δεν έχουμε μάθει ακόμη είναι αν ο οικοδόμος ήταν υπαρκτό πρόσωπο ή μια επινόηση του Χ. Φλωράκη για να δώσει ταξικό χρώμα στην απόφασή του.