12/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΣΙΝΕΜΑ-ΚΡΙΤΙΚΗ

Η δουλεία σε όλη την αγριότητα και βία της

Η ταινία «12 χρόνια σκλάβος» τού Στιβ ΜακΚουίν, βασισμένη στην πραγματική ιστορία ενός ελεύθερου Αφροαμερικανού, που έπεσε θύμα απαγωγής και πουλήθηκε σε φυτεία, προχωρά ολοταχώς για τα Οσκαρ. Ο ακαδημαϊσμός της, όμως, μας έκανε να νοσταλγήσουμε την ανατρεπτική πρόθεση στην οποία μας είχε συνηθίσει ο σκηνοθέτης της.
      Pin It

Η ταινία «12 χρόνια σκλάβος» τού Στιβ ΜακΚουίν, βασισμένη στην πραγματική ιστορία ενός ελεύθερου Αφροαμερικανού, που έπεσε θύμα απαγωγής και πουλήθηκε σε φυτεία, προχωρά ολοταχώς για τα Οσκαρ. Ο ακαδημαϊσμός της, όμως, μας έκανε να νοσταλγήσουμε την ανατρεπτική πρόθεση στην οποία μας είχε συνηθίσει ο σκηνοθέτης της

 

Της Λήδας Γαλανού

 

12 χρόνια σκλάβος

12 Years a Slave

Σκηνοθεσία: Στιβ ΜακΚουίν

Ηθοποιοί: Τσιουετέλ Ετζιοφόρ, Μάικλ Φασμπέντερ, Μπραντ Πιτ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Πολ Τζιαμάτι, Λουπίτα Νιόνγκο, Σάρα Πόλσον

 

Στην Αμερική του 1841, λίγο πριν από τον εμφύλιο, ο Σόλομον Νόρθαπ, ένα ελεύθερος Αφροαμερικανός βιολονίστας, που ζει με τη γυναίκα και τα παιδιά του στη Νέα Υόρκη, πέφτει θύμα απαγωγής και πωλείται ως σκλάβος σε φυτεία. Ο Σόλομον θα ζήσει σε καθεστώς δουλείας, με αλυσίδες στο σώμα και στην ψυχή και με το μαστίγιο τακτικό επισκέπτη, για 12 χρόνια, μέχρι μία σύμπτωση να του ξαναχαρίσει την ελευθερία του και να του δώσει τη δυνατότητα να πει βροντόφωνα την απάνθρωπη ιστορία του.

 

Ο Βρετανός σκηνοθέτης Στιβ ΜακΚουίν βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Σόλομον Νόρθαπ, την οποία ο ίδιος δημοσίευσε στα απομνημονεύματά του και χρησιμοποιεί έναν άνθρωπο–σύμβολο του αγώνα για την κατάργηση της δουλείας, για να μιλήσει για τη διαχρονική μάχη για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία. Η ταινία ήδη συλλέγει κάθε λογής βραβεία από τις ενώσεις και τα σωματεία των Αμερικανών κριτικών κινηματογράφου και προορίζεται ολοταχώς για τις μεγάλες οσκαρικές κατηγορίες: βλέποντας το φιλμ, ο θεατής δεν αμφιβάλλει γιατί.

 

Εχοντας ξεκινήσει την καριέρα του ως αναγνωρισμένος εικαστικός καλλιτέχνης, ο Στιβ ΜακΚουίν έχτισε τις προηγούμενες δύο ταινίες του, το «Hunger» και το «Shame», με ένα συνδυασμό ελλειπτικότητας και εσωτερικής δύναμης, συγκεκριμένες απόψεις και ιστορίες και αφηρημένη δομή. Στο «12 χρόνια σκλάβος» δείχνει ένα προφίλ πολύ πιο συμβατικό, στρογγυλεμένο, μια ομαλή, συγκροτημένη αφηγηματική ταινία, που εκφράζει ήσυχα αλλά απλά την τραγωδία της ιστορίας της και το δράμα του ήρωά της: η κάμερά του, συχνά ακίνητη, απέναντι ή και από πάνω από τη δράση, παρατηρεί χωρίς διαλείμματα την ιστορική, κατάφωρη αδικία που για χρόνια θεωρούνταν η νόρμα. Οι ιδιοσυγκρασιακές πινελιές του Στιβ ΜακΚουίν εξακολουθούν να υπάρχουν στην επίμονη απεικόνιση του τοπίου του αμερικανικού Νότου σαν ένα όνειρο, που στοιχειώνει τους ανθρώπους που δουλεύουν τη γη του, στη συγκλονιστική μουσική του Χανς Ζίμερ, κάπου ανάμεσα στον ήχο του σφυριού και το ορχηστρικό μοιρολόι.

 

Δίπλα στην πλειάδα των επώνυμων κι εξαιρετικών δεύτερων ρόλων (με επικεφαλής τον διεστραμμένο ιδιοκτήτη φυτείας του Μάικλ Φασμπέντερ με τον έκφυλο σαδισμό του), η ερμηνεία του Τσιουετέλ Ετζιοφόρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι γεμάτη συναίσθημα και αντοχή, χωρίς να χάνει την ισορροπία και την αυτοσυγκράτηση, μια γερή, στιβαρή ερμηνεία έτοιμη για Οσκαρ. Η επιλογή του ΜακΚουίν να έχει τους σκλάβους να μιλούν μεταξύ τους με παλαϊκό, σχεδόν έμμετρο λόγο, ενώ οι λευκοί προύχοντες και επιστάτες εκφράζονται με εκρηκτική καφρίλα, έχει τον μάλλον προφανή, αν και αμήχανο, στόχο να τονίσει την ευγένεια του πνεύματος, ενάντια σ’ αυτήν της καταγωγής. Αλλωστε, για τον ΜακΚουίν, εκείνο που διαχωρίζει τον υπόδουλο από τον ελεύθερο άνθρωπο είναι όχι οι αλυσίδες, αλλά το ανοιχτό, δυνατό και θαρραλέο μυαλό, η πρόθεση για επιβίωση και για μια ουσιαστική ζωή. Κι αυτή η ιδέα είναι που ξεπηδά σε κάθε εναλλαγή της άγριας σωματικής βίας με την ψυχολογική ταπείνωση, που παρ’ όλα αυτά δεν καταφέρνουν να δαμάσουν τη βούληση του σπαρακτικά αδικημένου Σόλομον Νόρθαπ.

 

Κι ενώ κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει την πυκνή ατμόσφαιρα και τη σταθερή, αν και αργή, δομή της ταινίας, ο ακαδημαϊσμός της μας έκανε να νοσταλγήσουμε την πηγαία έμπνευση και την ανατρεπτική πρόθεση στην οποία μας έχει συνηθίσει ο σκηνοθέτης της.

 

 

Χόμπιτ: η ερημιά του Νοσφιστή

(Hobbit: The Desolation of Smaug)

Σκηνοθεσία: Πίτερ Τζάκσον

Ηθοποιοί: Μάρτιν Φρίμαν, Ιαν ΜακΚέλεν, Ρίτσαρντ Αρμιτατζ, Μπένεκτιτ Κάμπερμπατς, Κέιτ Μπλάνσετ, Εβάντζελαϊν Λίλι, Ορλάντο Μπλουμ, Λι Πέις, Στίβεν Φράι, Λουκ Εβανς

 

Ο Νάνος Θόριν μαζί με την ομάδα του, τον Μπίλμπο Μπάγκινς και τον Γκάνταλφ, συνεχίζουν τη γεμάτη εμπόδια πορεία τους προς το Μοναχικό Βουνό και το σκλαβωμένο τους βασίλειο. Η διαδρομή θα τους οδηγήσει στα Ξωτικά απ’ τα οποία πρέπει να ζητήσουν βοήθεια, αλλά και στον οικισμό των ανθρώπων της Λίμνης, όπου θ’ αντιμετωπίσουν ανείπωτους κινδύνους. Οι απειλές αυτές, όμως, σε τίποτα δεν συγκρίνονται με τον τρομερό Δράκο Σμάουγκ που τους περιμένει μέσα στο Ερεμπορ, το εγκαταλελειμμένο παλάτι των Νάνων, αν ποτέ καταφέρουν να μπουν από τη σφραγισμένη πύλη του.

 

Ο Πίτερ Τζάκσον συνεχίζει την τριλογία του «Χόμπιτ», με μια ταινία εξίσου εντυπωσιακή εικαστικά κι ελαφρώς πιο περιπετειώδη αφηγηματικά. Η ίδια η αποστολή, όπως την περιέγραψε ο Τζ.Ρ.Ρ.Τόλκιν, έχει πια πάρει φόρα και ρυθμό και οι κοινότητες ή οι άνθρωποι που συναντούν οι ήρωες έχουν μεγαλύτερη ποικιλία κι ενδιαφέρον. Ακόμα καλύτερα, στην ταινία προκύπτουν ρομάντζα, εχθροί, ή μυστηριακά όντα που ευχάριστα θυμίζουν τη μαγεία του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών», παρ’ ότι η ιστορία του Χόμπιτ παραμένει πιο μονότονη και σκοτεινή. Αλλωστε, καθώς το όχι ιδιαίτερα εκτεταμένο μυθιστόρημα του Τόλκιν μεταφράζεται σε όχι μία, αλλά τρεις ταινίες, αναπόφευκτα η πλοκή κινείται αργά.

 

Δύο θαυμάσιες σκηνές δράσης καταφέρνουν, σε 3D ή και όχι, να κόψουν την ανάσα, η μάχη με τις γιγάντιες φονικές αράχνες στο Δάσος Μέρκγουντ και, φυσικά, το εκπληκτικό φινάλε της ταινίας, η πυρωμένη πάλη με τον Δράκο Σμάουγκ, πνιγμένη σε τόνους υγρού χρυσαφιού που απειλούν να καταπιούν τόσο το μαγικό Ερπετό όσο και τους ήρωές μας. Μιλώντας, βέβαια, για φινάλε, η ταινία το αποφεύγει επιμελώς, κόβοντας απότομα την τελευταία σκηνή σαν να πρόκειται για τηλεοπτικό επεισόδιο, έτοιμο για τη συνέχεια που θα έρθει σ’ ένα χρόνο.

 

 

Δυο ξεχωριστά ελληνικά ντοκιμαντέρ

 

Δυο ντοκιμαντέρ που ακούστηκαν ηχηρά στα φεστιβάλ τη χρονιά που τελειώνει, έρχονται στις αίθουσες της Αθήνας αυτήν την εβδομάδα, σε μια κοινή προβολή που δίνει στο κοινό τη δυνατότητα να κοιταχτεί στον καθρέφτη.

 

Από τη μια πλευρά, η ταινία του Κωνσταντίνου Γεωργούση, «The Cleaners», παρακολουθεί με την επίμονη κάμερά της, χωρίς σκηνοθετικό σχολιασμό, την προεκλογική εκστρατεία της Χρυσής Αυγής το 2012, αφήνοντας τα μέλη της να εκθέσουν απροκάλυπτα την επικίνδυνη ανοησία τους. Το βρετανικής παραγωγής ντοκιμαντέρ (παραγωγή του National Film School του Λονδίνου, απ’ όπου αποφοίτησε ο Γεωργούσης), τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο τον Αύγουστο 2013.

 

Από την άλλη, το πολυβραβευμένο «Little Land» του Νίκου Νταγιαντά, παραγωγή του ARTE, μοιάζει ν’ απαντά στην απανθρωπιά με αίσθημα αλληλεγγύης: ακολουθώντας τον 35χρονο Θοδωρή που, ως άνεργος, αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του στην Ικαρία, καταγράφει τα μαθήματα μακροζωίας και ευζωίας που παίρνει στη νησιωτική κοινότητα που λειτουργεί με ανταλλαγή προϊόντων και πεισματική άρνηση του άγχους της καθημερινότητας. Αναζητήστε τα δύο ντοκιμαντέρ που προβάλλονται μαζί, με συνολική διάρκεια 90 λεπτών.

 

Scroll to top