Τρίτη ματιά
Της Ελένης Στέφου
Τα ολοένα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας, οι ατελείωτες ουρές έξω από τα Ταμεία για κάποιο, έστω πενιχρό, βοήθημα, οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και οι επαναλαμβανόμενες απεργίες πάντοτε με στενοχωρούσαν και με προβλημάτιζαν. Ομως δεν στάθηκαν ικανά, χρόνια τώρα, να με βγάλουν από τον λήθαργο και να με ξεβολέψουν. Δεν ξέρω αν είχα υιοθετήσει τη φράση της γιαγιάς μου «τα ξένα βάσανα είναι ξένα» ή τρέχοντας να προλάβω τον χρόνο της ζωής μου δεν καταλάβαινα πού είχε σταματήσει το ρολόι των γύρω μου.
Μέχρι που σταμάτησα κι εγώ, όπως όλοι οι συνάδελφοί μου, να πληρώνομαι και εξωθήθηκα στην ανεργία χωρίς ούτε ένα ευρώ αποζημίωση. Οσο παράξενο κι αν ακούγεται, δεν το συνειδητοποίησα αμέσως. Λίγα χρήματα στην άκρη, η αίσθηση ότι όλο και κάτι θα βρεθεί, αγγελίες, τηλέφωνα σε γνωστούς και ξεχασμένους γνωστούς· συγγενείς και φίλοι από κοντά. Κάταγμα. Το να σε διώχνουν από τη δουλειά, να σε απολύουν, είναι όπως ένα κάταγμα. Στην αρχή, όσο είναι ζεστό, δεν νιώθεις τίποτα, μετά όμως έρχεται ο πόνος. Ετσι το περιγράφει ο Χρήστος Οικονόμου στο βιβλίο του «Κάτι θα γίνει θα δεις».
Και όσο ο καιρός περνούσε, το κάταγμα της ανεργίας κρύωνε, ο φόβος για το αύριο μεγάλωνε, οι χαρμολύπες γίνονταν ανεξέλεγκτες, η αξιοπρέπεια έκανε εκπτώσεις. Γιατί πόσο αξιοπρεπής αισθάνεται όποιος δυσκολεύεται να κοιτάξει στα μάτια τον διαχειριστή της πολυκατοικίας, τον γονιό που κι εκείνος με μια κουτσουρεμένη σύνταξη παλεύει, το παιδί του που καλύτερα να μην έδειχνε κατανόηση; Μπορεί στη ζωή μου να είχαν αλλάξει τα πάντα, αλλά ο ταχυδρόμος δεν το ήξερε και έριχνε στο κουτί λογαριασμούς. Το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο έπαψαν να αποτελούν τεχνολογικά επιτεύγματα, ήταν κόμπος στο στομάχι, βρόχος στον λαιμό.
Μόνη παρηγοριά, οι συνάδελφοι που βρεθήκαμε στην ίδια θέση και ο κοινός αγώνας για επιβίωση. Αγώνας δύσκολος και καθημερινός, που μας έκανε να ταρακουνηθούμε και να διαπιστώσουμε τα νέα δεδομένα. Σταθήκαμε με τα χέρια ενωμένα και το κεφάλι ψηλά. Ετσι γεννήθηκε «Η Εφημερίδα των Συντακτών», από ανθρώπους που πήραν την κατάσταση στα χέρια τους αρνούμενοι ν' αφήσουν άθυρμα τη ζωή τους στο κάθε αφεντικό. Που κοίταξαν με ειλικρίνεια την κοινωνία, αφουγκράστηκαν την αγωνία της, στάθηκαν στο πλευρό της. Και αναμετρήθηκαν με ένα εγχείρημα για κάποιους φιλόδοξο, για άλλους ρομαντικό, όμως για όλους δύσκολο.
Και κάπου εκεί η ελπίδα χώρεσε ξανά στη φαρέτρα μου, γιατί στην «Εφημερίδα των Συντακτών» η εργασία ταυτίζεται με την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά. Γιατί στην εφημερίδα μας το ρεπορτάζ γίνεται στους δρόμους και όχι στα γραφεία συσκέψεων, το πρωτοσέλιδο ζυμώνεται στην κοινωνία και δεν υπαγορεύεται από την εξουσία. Γιατί στην «Εφημερίδα των Συντακτών» «τα ξένα βάσανα είναι δικά μας».