22/01/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το κασκόλ της Ντάριας

      Pin It

Τρίτη ματιά

 

Της Αννας Δαμιανίδη

 

Ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενα να συναντήσω στο Ιδρυμα Θεοχαράκη τη μέρα που πήγα να δω την έκθεση Γύζη ήταν η Ντάρια, η Σέρβα γειτόνισσα που έβλεπα παλιότερα σχεδόν καθημερινά στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης. Είχαμε ανταλλάξει μερικές καλησπέρες πάνω από τις στοίβες των βιβλίων που φιλοδοξούσαν να γίνουν μαγιά δανειστικής βιβλιοθήκης. Χαρακτηριστικά λεπτό πρόσωπο, αργή και χαμηλόφωνη ομιλία, ένα κάπως απόμακρο ύφος. Από διάφορες ενδείξεις είχα καταλάβει ότι επιβίωνε με ελάχιστα χρήματα, αλλά δεν παραπονιόταν ποτέ. Γι' αυτό ξαφνιάστηκα που την είδα εκεί, η έκθεση είχε 6 ευρώ εισιτήριο.

 

Εγώ έφευγα κι εκείνη ερχόταν. Την κάλεσα για έναν καφέ στο ωραίο καφενείο του ιδρύματος. Ακούμπησε το εισιτήριο στο τραπεζάκι, «δεν ήθελε καμία φίλη μου να δώσει 6 ευρώ για να έρθει μαζί μου», είπε. «Είναι πραγματικά ακριβό, αλλά αξίζει τον κόπο, για τον Γύζη!».

 

Μα τι μπορεί να σημαίνει για σένα ο Γύζης; μου ερχόταν να ρωτήσω. Είσαι μήπως ζωγράφος, έχεις κάποια σχέση με την Ιστορία της Τέχνης; Με τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό; Μήπως με την υπαρξιακή αναζήτηση ταυτότητας ή την ιστορική αναζήτηση της κατασκευής εθνικής ταυτότητας; Ο Γύζης, ξέρεις, ήταν από την Τήνο, μήπως έχεις κάποια σχέση με την Τήνο; Πήγε στο Μόναχο για σπουδές με άλλους Ελληνες, είναι δυνατόν να ενδιαφέρεσαι για τη συνδρομή της Σχολής του Μονάχου στη νεοελληνική ταυτότητα; Ζωγράφισε μια κάπως μυθική Ελλάδα, απόδειξη «το κρυφό σχολειό». Εζησε όλη τη ζωή του στη Βαυαρία, ίσως αυτό να σε συγκινεί. Ξένη κι εσύ σε ξένα μέρη. Εκείνος έγινε καθηγητής πάντως στη Σχολή του. Δεν θα έλεγα ότι έχετε κοινά σημεία.

 

Δεν είπα φυσικά τίποτε απ' όλα αυτά στην Ντάρια. Μιλήσαμε γι' άλλα πράγματα, για τα σινεμά που έχουν φτηνό εισιτήριο τα απογεύματα, τις μέρες με δωρεάν είσοδο στους αρχαιολογικούς χώρους (οι πρώτες Κυριακές κάθε μήνα μέχρι το καλοκαίρι) και παρόμοια ζητήματα και πληροφορίες. Ηταν ενθουσιασμένη με τον καφέ που πίναμε απέναντι από τον Εθνικό Κήπο καθισμένες σε καρέκλες Λουί Σεζ. Κι εγώ πια ένιωθα πολύ γενναιόδωρη για το κέρασμα.

 

Μόνο που φεύγοντας καθώς την αποχαιρετούσα, βγάζει το κασκόλ της, το διπλώνει εν ριπή οφθαλμού και μου το προσφέρει δώρο. Αδύνατο να την πείσω πως δεν χρειαζόταν ανταπόδοση ο καφές, που δεν ήταν κι από τους ακριβότερους της Αθήνας. Ολες μου οι αντιρρήσεις πήγαν στράφι, μέχρι που κατάλαβα ότι θα ήταν προσβολή να φύγω άνευ αντιδώρου. Οι άνθρωποι είναι απρόβλεπτοι. Εφυγα με το κασκόλ αμήχανη, μαγκωμένη και προβληματισμένη. Τι θα έκανα;

 

Το φόρεσα μια μέρα τελικά με κόκκινη καμπαρντίνα. Πάντα χρειάζεται να έχει κανείς ένα ζωηρόχρωμο πανωφόρι στην ντουλάπα.

Scroll to top