Οι εξελίξεις στην Ουκρανία δείχνουν ότι η ένταση κλιμακώνεται σε επικίνδυνο βαθμό, με τους μεγάλους παίκτες να επιδίδονται σε κινήσεις που θα εξασφαλίσουν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντά τους και με μόνιμο θύμα, όπως πάντα, τους πολίτες της Ουκρανίας. Η αρχική αμφισβήτηση της διεφθαρμένης εξουσίας του προέδρου Γιανουκόβιτς «υπερκαλύφθηκε» από ακραίες εθνικιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις -μειοψηφικές, βέβαια-, οι οποίες όμως γρήγορα έδωσαν τον κυρίαρχο τόνο. Αυτή η εξέλιξη σε μια βαθιά διχασμένη χώρα ανάμεσα στις ανατολικές περιοχές, κατοικούμενες κυρίως από Ρώσους και ρωσόφωνους, και τις δυτικές, με κυρίαρχους τους Ουκρανούς και ουκρανόφωνους, δεν προοιωνιζόταν τίποτε το θετικό. Ταυτόχρονα, η νόμιμη εξουσία δεν μπόρεσε να αποτρέψει βαθιά διχαστικές κινήσεις όπως η κατάργηση της ρωσικής γλώσσας ως κατοχυρωμένης δεύτερης επίσημης.
Η αναμέτρηση μετατράπηκε λοιπόν, από αγώνας υπέρ της δημοκρατίας και κατά της διαφθοράς, σε εθνικιστική, με αποτέλεσμα Ρώσοι και ρωσόφωνοι να θεωρήσουν ότι ανατρέπεται το σύμφωνο πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η ανεξάρτητη Ουκρανία το 1991. Και η αντιπολίτευση φάνηκε ανίκανη να ελέγξει την κατάσταση, αφού άφησε τους ακροδεξιούς να αλωνίζουν, τρέφοντας ψευδαισθήσεις ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα της συμπαρασταθούν.
Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις δεν ήταν δυνατό να αδιαφορήσει η Ρωσία του Πούτιν, ο οποίος άδραξε τη θαυμάσια ευκαιρία να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του και να καταλάβει ουσιαστικά ολόκληρη τη Χερσόνησο της Κριμαίας. Ετσι, μια χώρα με τεράστια οικονομικά προβλήματα γίνεται πεδίο αναμέτρησης ανάμεσα σ' έναν αυταρχικό ηγέτη, που θέλει να ανασυστήσει την ηγεμονία της Σοβιετικής Ενωσης στο ανατολικό τμήμα της Ευρώπης, και σε μια Δύση που είναι ανίκανη να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια σε όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι εκπροσωπεί τη δημοκρατία, την ανάπτυξη και την ευημερία!
Στην εποχή μας όμως δεν μπορούν να γίνονται επεμβάσεις όπως στην Τσεχοσλοβακία το 1968, ούτε υπάρχει πλέον η διπολική αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων. Στο ίδιο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης κινούνται και ο Πούτιν και ο Ομπάμα και η Ευρωπαϊκή Ενωση με τη Μέρκελ και όσους μπορούν να παίζουν γεωστρατηγικά παιχνίδια. Γι' αυτό όμως δεν συμφέρει κανέναν ένας διαμελισμός της Ουκρανίας, μια θερμή αναμέτρηση σε ευρωπαϊκό έδαφος. Πέρα από τις απειλές και τις σκληρές προειδοποιήσεις, μόνο με τον διάλογο και τη διαπραγμάτευση μπορεί να βρεθεί μια ειρηνική διέξοδος, με εγγυήσεις προς κάθε πλευρά.
Ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Ενωση και η Ρωσία δεν έχουν κανένα συμφέρον να συγκρουστούν με όρους του περασμένου αιώνα, ούτε να εγκαινιάσουν έναν νέο ψυχρό πόλεμο. Η Ουκρανία μπορεί να αποτελέσει σημείο μιας νέας συνεννόησης και όχι ενός νέου διχασμού και κυρίως όχι μιας νέας αιματοχυσίας. Κανείς δεν θα δικαιολογήσει μια παραπέρα αρνητική εξέλιξη. Ας αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους.