Του Τάσου Παππά
Τα αποτελέσματα σε σωματεία και άλλες συλλογικότητες (δικηγορικοί σύλλογοι, επιμελητήρια) δεν δικαιώνουν την αισιοδοξία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ότι το κόμμα τους θα πετύχει μια άνετη νίκη, ίσως και αυτοδυναμία, στις εθνικές κάλπες. Η εκλογική ιστορία δείχνει ότι ο επερχόμενος θρίαμβος ενός κόμματος προεικονίζεται στις επιδόσεις που έχει σε επαγγελματικούς χώρους με σημαντικό ειδικό βάρος στην κοινωνία. Ετσι συνέβη με το ΠΑΣΟΚ παραμονές της μάχης του 1981, έτσι συνέβη με τη Νέα Δημοκρατία λίγο πριν από την επιστροφή της στη διακυβέρνηση της χώρας. Πριν καταλάβουν την εξουσία είχαν κυριαρχήσει στα συνδικάτα, στους επιστημονικούς συλλόγους και όπου αλλού υπάρχει μαζική προσέλευση στις εκλογικές διαδικασίες. Είναι το λεγόμενο ρεύμα νίκης που παρασύρει με την ορμή του τις αντιστάσεις των αντιπάλων και δημιουργεί πεποίθηση σίγουρης επικράτησης. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει στην παρούσα φάση.
Από τις δημοσκοπήσεις προκύπτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά το προβάδισμα που έχει κατακτήσει έναντι της Νέας Δημοκρατίας στην πρόθεση ψήφου και παρά τη σταθερή υπεροχή του στην «παράσταση νίκης», δεν μπορεί να απογειωθεί, ενώ δεν είναι άνευ σημασίας, και πρέπει να προβληματίσει την ηγεσία της Κουμουνδούρου, η αύξηση των ποσοστών του ΚΚΕ. Οι αιτίες που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κερδίσει από τα δεξιά του και δεν καταφέρνει να κρατήσει τον κόσμο που έλκει την καταγωγή από το ΚΚΕ και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά είναι αρκετές. Τα κόμματα του συναινετικού δικομματισμού και τα δίκτυα υποστήριξής τους (εγχώρια και ξένα) αγωνίζονται με κάθε τρόπο προκειμένου να εμποδίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ να πλασαριστεί ως εναλλακτική κυβερνητική λύση.
Φοβούνται ότι η κατίσχυση της ριζοσπαστικής Αριστεράς θα ανατρέψει τις υπάρχουσες ισορροπίες, θα απειλήσει τους μηχανισμούς αναπαραγωγής των προνομίων τους και θα πλήξει τα στενά συμφέροντά τους. Γι’ αυτούς ο ΣΥΡΙΖΑ συνιστά συστημικό κίνδυνο. Και μετέρχονται όλα τα μέσα για να τον εξουδετερώσουν. Τρομοκρατούν, συκοφαντούν, πριμοδοτούν πολιτικές κινήσεις-σωσίβια, κατασκευάζουν ενδιάμεσα κόμματα, στηρίζουν παραπαίουσες ηγεσίες και αναδεικνύουν την επιθετικότητα της ηγεσίας του ΚΚΕ απέναντι στη «ρεφορμιστική στρατηγική» της Κουμουνδούρου. Ωστόσο αυτοί κάνουν τη δουλειά τους. Και, απ’ ό,τι φαίνεται μέχρι τώρα, την κάνουν καλά γιατί στην αντίπερα όχθη δεν λένε να εγκαταλείψουν τον σεχταρισμό και δεν εννοούν να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι για να κερδίσεις τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων -αλλιώς δεν παίρνεις εκλογές- πρέπει να τους πείσεις και ότι θέλεις και ότι μπορείς να κυβερνήσεις.