Του Στάθη Λουκά
Ορισμένες παρατηρήσεις σε σχέση με τη διακήρυξη της ΔΗΜΑΡ-Προοδευτικής Συνεργασίας για τη δημιουργία του τρίτου προοδευτικού πόλου.
Η διακήρυξη αυτή αφορά τη «συνεργασία κομμάτων, κινήσεων, ομάδων και προσώπων που ανήκουν στον χώρο της δημοκρατικής και μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της πολιτικής οικολογίας και του προοδευτικού κέντρου». Σε μεγάλο βαθμό, δηλαδή, πολιτικών σχηματισμών που προέρχονται από τα δύο πολιτικά ρεύματα που πηγάζουν από το εργατικό κίνημα του 1900 και από τις καινούργιες αντιθέσεις (οικολογική αντίθεση και γένους, ατομικά δικαιώματα και δικαιώματα μειονοτήτων κ.λπ.), που είναι εξωτερικές σε σχέση με την παράδοση της Αριστεράς. Θα περίμενε κάποιος έναν εντοπισμό -σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο- των λόγων της κρίσης των εμπειριών των δύο πολιτικών ρευμάτων και μια προβολή με ριζοσπαστική-μεταρρυθμιστική ένταση των αντιθέσεων που είναι εξωτερικές σε σχέση με την Aριστερά, όμως τίποτε παρόμοιο δεν συμβαίνει. Το μόνο που παρατηρείται είναι μια γενικολογία, μια οριζόντια παράθεση της «οικολογικής αντίθεσης» και μια παντελής έλλειψη του «γυναικείου ζητήματος». Θέματα βασικά για την επιδίωξη και δόμηση ενός «νέου κοινωνικού συμβιβασμού», που στοχεύει, εκτός των άλλων, στην ισότητα και την εργασία όχι μόνο ως απασχόληση αλλά και ως βάση της «υπαρξιακής υπόστασης» του εργαζόμενου.
Εκείνο που προκαλεί περισσότερα ερωτήματα είναι το γιατί μια διακήρυξη που στοχεύει ως αμεσότητα στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφεύγει αιχμές κριτικής σκέψης και πρότασης όπως αυτές του M. Σουλτς -για τα ευρωπαϊκά πράγματα– που συναντώνται στο βιβλίο του και στις συνεντεύξεις σε εφημερίδες.
1. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο βιβλίο του, «απορρίπτει τη νεοφιλελεύθερη ιδέα, σύμφωνα με την οποία το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο αποτελεί ένα μειονέκτημα για τον ανταγωνισμό» και επίσης ότι η μοναδική λύση είναι «η αρμονιοποίηση προς τα κάτω(!) των κοινωνικών προτύπων». Ισχυρίζεται, αντίθετα, ότι είναι ανάγκη «να ενισχυθεί το δικό μας κοινωνικό μοντέλο, που είναι μοναδικό στον κόσμο», εμβαθύνοντας τη διαδικασία ολοκλήρωσης.
2. O Σουλτς υπενθυμίζει ότι η κρίση προκλήθηκε από τις τράπεζες και όχι από τα κράτη και ότι «η επιβάρυνση του κρατικού χρέους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τη σωτηρία των τυχοδιωκτικών τραπεζών». «Η Ενωση επέβαλε μια λιτότητα σαν μονόδρομο, που δεν συνοδευόταν από μέτρα ικανά να δημιουργήσουν απασχόληση και ανάπτυξη», ενώ γράφει ότι «ήταν ακριβώς η διαχείριση της κρίσης που έσπρωξε ακόμα περισσότερο στην άβυσσο την Ευρώπη». Και αποδέχεται ότι η Ε.Ε. έχει μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα. «Εάν η Ε.Ε. ήταν ένα εθνικό κράτος, θα ήταν αυτή, πρώτη, που δεν θα ικανοποιούσε τα κριτήρια για να γίνει μέλος της Ενωσης, μια και σε πολλούς τομείς δεν είναι αρκετά δημοκρατική».
3. Κατά τον Σουλτς, η βαθύτερη αιτία της κρίσης είναι ο νεοφιλελευθερισμός. Προσανατολίζει με ένταση την κριτική του ενάντια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και της καταλογίζει ευθύνες ότι «προώθησε τις νεοφιλελεύθερες προγραμματικές ιδέες και επιλογές» και κυρίως από τη δεκαετία του ’90 και μετά. Αλλά το πιο τραγικό είναι ότι «οι θέσεις των νεοφιλελεύθερων υιοθετήθηκαν και εφαρμόστηκαν –έστω και με πιο ήπια μορφή– από τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα», αρχίζοντας από το New Labour του Τόνι Μπλερ, που «απελευθέρωσαν εντελώς την αγορά της εργασίας και απορρύθμισαν τη χρηματιστηριακή αγορά». Και συνεχίζει: «Εχουν δίκιο που κατηγορούν τους πολιτικούς ότι διαχειρίστηκαν την κρίση με τέτοιο τρόπο ώστε να επιβαρυνθούν οι κοινωνικές ανισότητες».
4. Στην παρέμβασή του στη συνάντηση της Ρώμης, όπου κυριάρχησε το θέμα της εργασίας και το σύνθημα για «μια διαφορετική Ευρώπη», ο Σουλτς επιμένει σε δύο θέματα –ένα εκ των οποίων ούτε που υπάρχει σαν ίχνος στη διακήρυξη: «Πρέπει να μειώσουμε τη μεγάλη διαφορά μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Η δική μου προτεραιότητα θα είναι η απασχόληση των νέων. Στα προσεχή 5 χρόνια θέλω να ακούω να μου λέγουν: Ναι, βρήκαμε δουλειά. Η εργασία δεν είναι μόνον ένα οικονομικό ζήτημα, είναι θέμα ανθρώπινης αξιοπρέπειας». Επίσης εκτιμά ότι «είναι σκάνδαλο για την Ευρώπη του εικοστού πρώτου αιώνα η ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών».
Και αν μεν ο Σουλτς είναι διπλωματικός σε σχέση με θέματα όπως το fiscal compact κ.λπ. (συνταγματική κατοχύρωση του 3% και στην ουσία αποκήρυξη των κεϊνσιανών πολιτικών), τι είναι εκείνο που εμποδίζει τη διακήρυξη να διεκδικήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο:
α. τον διαχωρισμό των επενδυτικών τραπεζών από τις εμπορικές
β. την εφαρμογή του golden rule, δηλ. την αφαίρεση από τον υπολογισμό του ελλείμματος των παραγωγικών επενδύσεων, π.χ. για υποδομές, έρευνα, επιμόρφωση κ.λπ.
γ. και, τέλος, τη μελετημένη κατάργηση του fiscal compact;
Αιτήματα που διατρέχουν πια και σημαντικά κομμάτια της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και συνδυάζονται με την επιδίωξη ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου, που συνοδεύεται από τον επιθετικό προσδιορισμό Green (πράσινο) και σχετίζεται με την οικολογική αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος και των καταναλωτικών συμπεριφορών. Τέτοια που να έχει στο κέντρο της τη φροντίδα για την ανθρώπινη υγεία, το νέο ενεργειακό πρότυπο, τη φροντίδα για το περιβάλλον που εκφράζεται με την ανάκτηση οικοσυστημάτων και βιοδιαφορετικότητας και τη συντήρηση εκείνων που δεν έχουν ακόμα καταστραφεί. Επιλογές που σπρώχνουν προς τον μετασχηματισμό του κυρίαρχου παραγωγικού προτύπου, μια και προσανατολίζουν ροή εργατικών χεριών είτε προς τομείς με ένταση εργασίας και άμεσης κοινωνικής χρησιμότητας είτε προς επαγγέλματα και εξειδικεύσεις που οι μηχανές δύσκολα μπορεί να καλύψουν για λόγους τεχνικούς ή ακόμα και για λόγους κόστους.