Του Τάσου Παππά
Από το εξαιρετικά ενδιαφέρον συνέδριο που διοργάνωσε το Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου με θέμα «Εκκλησία και Αριστερά», δυστυχώς τα φώτα της δημοσιότητας, με πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας, έπεσαν στις δηλώσεις του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Τ. Κουράκη για το ποιος πρέπει να πληρώνει τους μισθούς των κληρικών: το κράτος ή η Εκκλησία. Το γιατί αναδείχτηκε αυτό το θέμα από το ακροδεξιό επικοινωνιακό επιτελείο της Συγγρού είναι προφανές. Η εισβολή ενός «παρείσακτου» με όρους ισότιμου συνομιλητή σ’ ένα πεδίο όπου η κυρίαρχη ιδεολογία έπαιζε μέχρι τώρα μόνη της, αξιολογήθηκε ως επικίνδυνη ενέργεια. Επρεπε, λοιπόν, να στραφεί αλλού το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.
Η συντηρητική παράταξη στην Ελλάδα είχε πάντοτε προνομιακές σχέσεις με την ιεραρχία της Εκκλησίας. Η «Δεξιά του Κυρίου» και οι εκπρόσωποί του στη γη, κυρίως οι μεγαλόσχημοι ρασοφόροι, σε περιόδους έντονων κοινωνικών συγκρούσεων συνασπίζονταν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό [κομμουνισμό]. Οι σχέσεις ήταν αιμομικτικές επ’ ωφελεία και των δύο μερών. Η Αριστερά, από την πλευρά της, εγκλωβισμένη στο δόγμα του μαχητικού αθεϊσμού και ενός ραχιτικού αντικληρικαλισμού άφηνε ελεύθερο τον χώρο στις δυνάμεις του σκοταδισμού να μπολιάζουν το κοινωνικό σώμα με προκαταλήψεις, φανατισμό και ιδεοληψίες.
Τα μέτωπα δεν ήταν συμπαγή. Ωστόσο, όσοι επιχειρούσαν να προκαλέσουν ρωγμές και να βρουν σημεία επαφής εισέπρατταν την οργή και τη χλεύη των ιερατείων. Ηταν οι αποσυνάγωγοι, οι απόβλητοι. Οι φρουροί των δογμάτων δεν ανέχονταν παρασπονδίες και ανορθόδοξες ερμηνείες των «ιερών κειμένων».
Φωτισμένοι ιεράρχες που έπαιρναν στα σοβαρά το ευρύχωρο μήνυμα του χριστιανισμού και προσπαθούσαν με τον λόγο και το έργο τους να κάνουν πράξη το αγαπητικό πρόταγμα της Ορθοδοξίας χωρίς διακρίσεις, αντιμετωπίζονταν ως αιρετικοί από την ηγεσία της Εκκλησίας, η οποία χρησιμοποιούσε τη θρησκεία σαν δρεπανηφόρο άρμα κατά των απίστων και των ευρωλιγούρηδων και συρρίκνωνε μέχρις εξαφανίσεως τον παρηγορητικό μύθο και το λυσιμέριμνο μήνυμά της.
Στον άλλο πόλο, όσοι υποστήριζαν ότι πρέπει η Αριστερά ν’ ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με τους πιστούς και να εγκαινιάσει έναν εποικοδομητικό διάλογο με την Εκκλησία, θεωρούνταν από τις κομματικές γραφειοκρατίες ύποπτοι για συναλλαγή και συνθηκολόγηση με τους εμπόρους που δηλητηριάζουν τον λαό με το όπιο της θρησκείας.
Στο συνέδριο διατυπώθηκαν πολλές απόψεις και μπήκαν οι βάσεις για να διαλυθούν αρκετές παρεξηγήσεις. Ο μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Παύλος, απευθυνόμενος στους «φίλους της Αριστεράς», τους κάλεσε να προβληματιστούν για το «αν η δογματική αθεΐα, που απογυμνώνει τον άνθρωπο από την οντολογική του θεοειδία, αποτελεί το ισχυρότερο ιδεολογικό όπλο για την εκμετάλλευση του ανθρώπου. Μήπως και εμείς πρέπει να ξεπεράσουμε τον φόβο τον δικό σας και εσείς να ξεπεράσετε τον φόβο ότι απειλείσθε από έναν Θεό που με την αγάπη Του και την θυσία Του καταξιώνει όσο τίποτε άλλο το ανθρώπινο πρόσωπο;».
Ο συγγραφέας και στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ Χρ. Λάσκος κατέθεσε την εύλογη απορία ενός αριστερού: «Πώς πολλοί άνθρωποι της Εκκλησίας καταφέρνουν να νιώθουν κοντύτερα στην καπιταλιστική θέσμιση της ζωής, από ό,τι σε αυτήν που παλεύει επί αιώνες το κομμουνιστικό ή το αναρχικό κίνημα, οι αγωνιστές των οποίων, όπως ακριβώς και τα ευαγγέλια, δεν είναι μόνο υπέρ των φτωχών, αλλά, πράγμα που είναι το ίδιο, και εναντίον των πλουσίων;» Ακούγονται ιερόσυλα όλα τούτα στα αυτιά των φονταμενταλιστών. Είναι όμως η κοινή λογική, την οποία μάχονται οι πάσης προελεύσεως δογματισμοί.
Αν στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και ειδικότερα σε περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης, η επιβίωση σημαίνει συμβίωση, πρέπει «οι θρησκευόμενοι κάθε δόγματος, οι μη θρησκευόμενοι, οι αγνωστικιστές, οι άθεοι να συμβάλουν ώστε η δημόσια σφαίρα να είναι τόπος συνάντησης ελεύθερων πολιτών χωρίς διακρίσεις λόγω θρησκευτικών-πολιτισμικών διαφορών» [Γ. Βούλγαρης, «Τα Νέα», 5.3.2005]. Προϋπόθεση γι' αυτό είναι βεβαίως η ύπαρξη ενός κράτους που δεν θα είναι υπέρ μιας θρησκείας, ούτε θα ευνοεί τον αθεϊσμό και τον αγνωστικισμό, αλλά θα είναι αυστηρά ουδέτερο. Η Αριστερά συμφωνεί. Η Εκκλησία;