Ηταν Σάββατο. 20 Ιουλίου 1974. Αργοπορημένο ξύπνημα. Φοιτητικό. Ποδήλατο, βιαστικό πεντάλ ίσαμε την Κυανή Ακτή. Της Πρέβεζας. Τόπος όπου οι νέοι και οι νέες δοκίμαζαν τη γοητεία τους. Ο πιο αποδεκτός καλοκαιρινός τρόπος. Η κάθε μέρα άφηνε το υπόλοιπο των λογαριασμών της για την επόμενη. Ομως, εκείνο το συγκεκριμένο Σάββατο το υπόλοιπο χάθηκε. Ποτέ του δεν είχε τον χρόνο να δοκιμάσει την τύχη του. Κάτω από τις λυγερόκορμες λεύκες λιγοστοί οι λουόμενοι. Απρόσμενα βιαστικοί. Εκεί που μόνο η ματιά των νέων πετούσε βιαστικά από τον ένα στόχο στον άλλο. Κι όμως. Τα σώματα σκυμμένα μαζεύοντας την ψάθα και την πετσέτα.
Ο ψίθυρος θρόιζε ανάμεσα στις λεύκες. Δυνάμωνε σκορπώντας την ανησυχία. «Οι Τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο». Εμεινε η πεταλιά στη μέση. Ενας κόμπος στον λαιμό. Μια ανησυχία που είχε ξεκινήσει στις 15 Ιουνίου, όταν ανατράπηκε ο Μακάριος και την εξουσία ανέλαβαν εκείνοι που άνοιξαν τη μεγαλύτερη πληγή στην Κύπρο.
Η Κυανή Ακτή ερήμωσε. Εμεινα μόνος για λίγα λεπτά κάτω από τις λεύκες. Στη μέση του καλοκαιριού η ακτή που λατρεύτηκε από τη νεολαία στη δεκαετία του 1970 ένιωθε την εγκατάλειψη. Ηταν η πρώτη φορά πριν οι νέοι τής γυρίσουν ανεπίστρεπτα την πλάτη. Τα αυτοκίνητα άνοιξαν τον δρόμο στις μακρινές ακτές. Στις απέραντες δαντελωτές ακτές του Μονολιθιού, του Καναλίου και της Καστροσυκιάς.
Ομως, η Κυανή Ακτή έχει ταυτιστεί στη μνήμη μου με τη μεγάλη περιπέτεια του Κυπριακού. Λίγες μέρες μετά, οι δικτάτορες εγκατέλειψαν την εξουσία. Αφησαν πίσω τους αποκαΐδια. Κάθε χρόνο, στις 20 Ιουλίου, ανήμερα του Προφήτη Ηλία, όταν ο καλοκαιρινός χρόνος παίρνει τούμπα, τα βήματά μου με οδηγούν στην Κυανή Ακτή. Να ’ναι η αναζήτηση της παλιάς δόξας της ακτής; Ισως, να ’ναι το αίσθημα της ενοχής μιας ολόκληρης γενιάς. Μιας εποχής που νιώθει να βουλιάζει, να πνίγεται στον βούρκο των λαθών της.
Ενα τέτοιο λάθος είναι και η ασέβεια στην αθωότητα της Κυανής Ακτής. Οι άρχοντες θέλησαν να «εκπολιτίσουν» την ακτή. Να ανοίξουν τον δρόμο. Να τον στρώσουν με άσφαλτο. Να «εκτελέσουν» τους λυγερόκορμους ευκάλυπτους, μάρτυρες της τοπικής ιστορίας. Είναι αυτοί που μπορούν -αν έχεις καθαρή την ψυχή σου- να σου μιλήσουν για νεανικούς έρωτες, για μυστικά ανομολόγητα. Για τις οικογένειες από τα Γιάννενα, που δεν δίσταζαν να απλώσουν το μεσάλι τους κάτω από τους ευκάλυπτους, μετά την υδάτινη ευωχία και το «τηγάνισμα» στον ήλιο, γεμίζοντάς το με τηγανισμένους κεφτέδες, πατάτες τηγανητές και τομάτες. Ηταν η περίοδος της λιτής διατροφής. Το αυτοκίνητο και η ευμάρεια απαξίωσαν τους ευκάλυπτους. Οι γείτονες προτιμούσαν το ιδιωτικό αυτοκίνητο αλλά και τις ταβέρνες, αφήνοντας στο τραπέζι τα δείγματα της νεοελληνικής αλαζονείας και της ύβρης προς το περιβάλλον.
Κάθε χρόνο οι ευκάλυπτοι ήταν θλιμμένοι. Ενιωθα τη μοναξιά τους. Φέτος επισκέφτηκα και πάλι την Κυανή Ακτή. Σαν προσκύνημα στην ιστορική και τοπική μνήμη. Ως ανάγκη επιστροφής στην αθωότητα της νεανικής μας ηλικίας. Και οι ευκάλυπτοι έδειχναν ανήσυχοι. Το θρόισμα ακουγόταν σαν θρήνος. Είδαν τα μηχανήματα που άνοιξαν τον δρόμο κι ένιωσαν τον κίνδυνο. Ακουσαν όσα λέγονται στην πόλη για την ευκαλυπτο-θυσία που ετοίμαζαν οι υπέρμαχοι της ανάπτυξης που υποστήριζε την αντικατάσταση του χώματος από την άσφαλτο. Ακουσαν τον οξύ ήχο των μαχαιριών που τρόχιζαν τα μαχαίρια των μηχανημάτων, που είχαν αναλάβει το έργο του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Συνομιλώντας μ’ έναν τέτοιον ευκάλυπτο, ένιωσα πόσο πιο ανθρώπινοι είναι οι ευκάλυπτοι από όσους βιάζουν τη φύση. Φαίνεται πως οι ευκάλυπτοι είναι πιο ευαίσθητοι από τους εμπόρους της ανάπτυξης με κάθε τίμημα. Είναι πιο ακριβολόγοι στις εκφράσεις τους. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις λέξεις κατά πώς τους συμφέρει. Τρανή απόδειξη όσα θρυλούνται για το νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς. Ας ελπίσουμε ότι οι αντιπρόσωποί μας στη Βουλή θα ακούσουν την έκκληση των ευκαλύπτων της Κυανής Ακτής στην Πρέβεζα. Μην εμπορεύεστε το μέλλον των παιδιών σας.
……………………………………………………………….
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας