Pin It

Του Παντελή Τουλουμάκου*

 

Η πρόσφατη αναταραχή στη Μέση Ανατολή προσέθεσε στα υπάρχοντα θέματα –όπως το Παλαιστινιακό ή οι σχέσεις του Ιράν με τη Δύση– νέα και σοβαρά προβλήματα στην περιοχή. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, η εσωτερική πολιτική κατάσταση στο Ιράκ αλλά και οι επιδιώξεις των κουρδόφωνων πληθυσμών έχουν οδηγήσει πολλούς αναλυτές στο συμπέρασμα ότι είναι πιθανή μια αναδιάταξη του πολιτικού και γεωστρατηγικού χάρτη της περιοχής· στο πλαίσιο αυτό ο ρόλος της Τουρκίας προβλέπεται να είναι κομβικός. Η διαπίστωση αυτή είναι ενδιαφέρουσα, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι από την περίοδο ανάληψης της εξουσίας από το ΑΚΡ παρατηρείται μια ποιοτική διαφοροποίηση στην εξωτερική πολιτική της Αγκυρας· η διαφοροποίηση αυτή συνέπεσε ώς κάποιο βαθμό με τις νέες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.

 

Αρκετές από τις αναλύσεις σχετικά με την τουρκική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή θεωρούν ότι οι τουρκικοί χειρισμοί είναι πλήρως αποτυχημένοι. Αν θεωρήσουμε ως αποκλειστικό κριτήριο για τον βαθμό επιτυχίας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής τα όσα γράφει ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών στο γνωστό βιβλίο του, με τίτλο «Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας», τότε μπορούμε να καταλήξουμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι το δόγμα Νταβούτογλου έχει αποτύχει: όχι μόνο η «πολιτική των μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες δεν έχει υλοποιηθεί, αλλά, αντιθέτως, η Τουρκία έχει οξυμένες σχέσεις ακόμα και με παραδοσιακούς συμμάχους της όπως το Ισραήλ· επιπλέον απέχει πολύ από τον στόχο της να καταστεί ισχυρή περιφερειακή δύναμη, με αποφασιστικό λόγο στην ευρύτερη περιοχή. Παρ’ όλα αυτά, είναι ενδεχόμενο τα πράγματα να επιδέχονται και εναλλακτική ανάγνωση.

 

Η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια πιθανότατα ενίσχυσε την ιδέα ότι η Αγκυρα μπορούσε και έπρεπε να υιοθετήσει έναν πολύ πιο δυναμικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Στην πράξη αυτό υλοποιήθηκε με το διπλωματικό και οικονομικό άνοιγμα σε περιοχές που μέχρι πρότινος δεν ανήκαν στις άμεσες προτεραιότητες της τουρκικής διπλωματίας –όπως είναι οι χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής– αλλά και με την πύκνωση των τουρκικών δραστηριοτήτων στις περιοχές άμεσου ενδιαφέροντος, όπως τα Βαλκάνια και η Κεντρική Ασία.

 

Παράλληλα όμως η Αγκυρα επιχείρησε να αποδεσμευτεί ώς κάποιο ποσοστό από την παραδοσιακή εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε τα προηγούμενα χρόνια, διεκδικώντας μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας. Οπως καθίσταται εύκολα σαφές, μια τέτοια αλλαγή θα δημιουργούσε de facto προβλήματα στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας· με δεδομένο ωστόσο ότι η περιοχή της Μέσης Ανατολής συνιστά ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον με σημαντικές διεθνείς προκλήσεις, δεν είναι βέβαιο ότι η παραδοσιακή τουρκική εξωτερική πολιτική θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτές δίχως απώλειες.

 

Η ένταση στις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις –που είχε ξεκινήσει εκ μέρους της τουρκικής πλευράς ήδη πριν από τα γεγονότα του σκάφους «Μαβί Μαρμαρά» – είχε συνέπεια, μεταξύ άλλων, την εμφάνιση προβλημάτων και στις τουρκο–αμερικανικές σχέσεις. Παράλληλα όμως αναβάθμισε αισθητά την εικόνα της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή· σύμφωνα με κάποιους αναλυτές εξάλλου η Τουρκία επιδιώκει να προσεταιριστεί το Ιράν με στόχο τη δημιουργία μιας στρατηγικής συμμαχίας, που θα εγγυάται την ασφάλεια στη Μέση Ανατολή.

 

Στην περίπτωση της Συρίας διατυπώθηκε η άποψη ότι η Τουρκία βιάστηκε πολύ να πάρει το μέρος της αντιπολίτευσης· κάτι τέτοιο όμως δεν ήταν απαραίτητα λανθασμένη επιλογή. Με δεδομένο ότι ο συριακός εμφύλιος μαινόταν δίπλα στην Τουρκία, ήταν απλώς θέμα χρόνου να εξαχθούν οι συνέπειές του και σε αυτήν· οι πολυάριθμοι Σύροι πρόσφυγες που έχουν καταφύγει στα τουρκικά εδάφη είναι απλώς μια έκφανση των συνεπειών αυτών. Εφόσον η Αγκυρα επιθυμούσε να έχει ισχυρό λόγο στη διαμόρφωση των συριακών πολιτικών πραγμάτων μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, όφειλε να κινηθεί γρήγορα – και αυτό ακριβώς έκανε.

 

Στην περίπτωση του Ιράκ ισχύει κάτι αντίστοιχο: η δημιουργία ομόσπονδου κουρδικού κράτους προοιωνιζόταν σοβαρά προβλήματα για την Αγκυρα· ως εκ τούτου, υπακούοντας στις επιταγές του πολιτικού ρεαλισμού, η Τουρκία επέλεξε να γίνει ένας από τους στενότερους συνεργάτες των Κούρδων του Ιράκ. Με τον τρόπο αυτό μπορούσε να έχει υπό καλύτερη εποπτεία τις εξελίξεις που αφορούν τους κουρδικούς πληθυσμούς στη Μέση Ανατολή – ενώ το ίδιο ισχύει και για τους κουρδικούς πληθυσμούς της Συρίας, για την οποία έγινε ήδη λόγος. Σύμφωνα με μία άποψη εξάλλου, είναι πιθανόν ότι τα κουρδικά αυτόνομα κρατίδια που έχουν αναδυθεί ή πρόκειται να αναδυθούν ως συνέπεια των αλλαγών στον γεωστρατηγικό χάρτη της Μέσης Ανατολής, πιθανόν να εξελιχθούν μελλοντικά σε συμμάχους της Αγκυρας στην περιοχή.

 

Αυτά δεν σημαίνουν φυσικά ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολής είναι απαραιτήτως επιτυχής. Κάτι τέτοιο μένει να διαπιστωθεί σε βάθος χρόνου και πρόκειται να είναι προϊόν ποικίλων παραγόντων, όχι μόνο των πολιτικών και διπλωματικών επιλογών της Αγκυρας. Μπορούμε ωστόσο να διαπιστώσουμε μια «διαφορά φάσης» σε σχέση με παλιότερα: διεκδικώντας για τον εαυτό της έναν πιο ισχυρό ρόλο στη Μέση Ανατολή, η Τουρκία μοιραία έρχεται αντιμέτωπη με πιο σημαντικούς προβληματισμούς, αλλά και με μεγαλύτερο κίνδυνο φθοράς της ισχύος της. Το τελικό ισοζύγιο ζημιών και κερδών αλλά και η ικανότητα της Αγκυρας να αντεπεξέλθει στις νέες προκλήσεις θα καθορίσουν αν η πολιτική Νταβούτογλου είναι τελικά επιτυχής.

 

…………………………………………………………………….

 

* Επιστημονικός συνεργάτης ΕΛΙΑΜΕΠ

 

Scroll to top