Pin It

Του Βαγγέλη Πισσία*

 

Σχετικά με τη ρεαλιστική, όπως αποκαλείται, προγραμματική εξαγγελία της Θεσσαλονίκης…

 

Στην φαινομενικά λογική αλληλουχία, που σχηματικά μπορεί να αποδοθεί ως εξής: δημιουργώ θέσεις εργασίας -(άρα) δημιουργώ εργατικό εισόδημα -(άρα) δημιουργώ ζήτηση προϊόντων -(άρα) δημιουργώ ανάγκη αύξησης της παραγωγής -(άρα) επαυξάνω τη ζήτηση παραγωγικής εργασίας -(άρα) περιορίζω την ανεργία και, συνεπώς, αυξάνω το εισόδημα των νοικοκυριών και δημιουργώ κύκλο ευημερίας-ανάπτυξης που μας βγάζει από την κρίση, υπάρχουν δυστυχώς ελλείποντες, επίσης λογικοί, οικονομικοί κρίκοι.

 

Πρώτος ελλείπων κρίκος ο θεωρούμενος από τη συγκυβέρνηση αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ ως γενεσιουργός, αυτός που θα δημιουργήσει τις 300.000 θέσεις εργασίας. Αυτός που αθεμελίωτα «κοστολογήθηκε» και γι’ αυτό ίσως έγινε αντικείμενο έντονων διαξιφισμών. Τα ευτυχή σε παρόμοιες αβαθείς και «πιασάρικες» αντιπαραθέσεις ΜΜΕ κράτησαν το ζήτημα αυτό στον τηλεοπτικό αφρό, ευτελίζοντάς το με τύπου «κολοκυθιάς», από 9.000 έως και 90.000 ευρώ ανά θέση εργασίας, κοστολογήσεις.

 

Είναι ωστόσο βέβαιο πως κάθε νέα θέση εργασίας προϋποθέτει:

 

- αμοιβή του εργαζόμενου και επένδυση σε μέσα εργασίας-παραγωγής που διαφέρουν σημαντικά για κάθε είδος εργασίας,

 

- πραγματική ζήτηση του προϊόντος της εργασίας ώστε αυτό να είναι κοινωνικά ωφέλιμο και ν’ αγοραστεί για να καλυφθεί η δαπάνη όχι μόνο αμοιβής αλλά και δημιουργίας της νέας θέσης εργασίας.

 

Χρειάζεται συνεπώς χρήμα που θα επενδυθεί από αυτούς που το διαθέτουν ως κεφάλαιο ή χρήμα δανεικό, δηλαδή τράπεζες, ή, όπως θα έπρεπε να μας πει ένα αυτοπροσδιοριζόμενο ως αριστερό πρόγραμμα (δεν γίνεται λόγος για σοσιαλιστικό πρόγραμμα), χρήμα που θα προκύπτει από μια αναπαραγωγική διαδικασία (προτσές) συσσώρευσης.

 

Εάν συνεπώς η Αριστερά δεν ευελπιστεί στην αιφνίδια μετατροπή των, «παρκαρισμένων» κάπου, ιδιωτικών κεφαλαίων σε επενδύσεις, αν δεν προσμένει, όπως η συγκυβέρνηση, την προσέλκυση μεγάλων ξένων επενδυτών, αν δεν στηρίζει το πρόγραμμά της αποκλειστικά στη βεβαιότητα ότι θα ευτυχήσει επιτυγχάνοντας μια ιδιαίτερα ευνοϊκή αναδιαπραγμάτευση του χρέους και προνομιακό δανεισμό κι εάν έχει πράγματι αντιληφθεί τον δομικό χαρακτήρα αυτής της διεθνούς κρίσης, τότε μάλλον θα έπρεπε να έχει σκεφτεί σε μεγαλύτερο βάθος το πρόβλημα της δημιουργίας θέσεων εργασίας μέσω ενός πρώτου, δύσκολου, πολύμοχθου αλλά και καλοσχεδιασμένου κύκλου ενδογενούς συσσώρευσης. Αντί γι’ αυτήν τη ρητή σκέψη ή προγραμματική πρόταση ο ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνει μονότονα την επωδό: Εάν δεν μας (οι άλλοι…) κουρέψουν και αναρυθμίσουν το χρέος, τότε ανάπτυξη (εμείς…) γιοκ.

 

Αυτά προϋποθέτει ο πρώτος ελλείπων κρίκος, εάν, λέμε εάν, αποτύχει η ρημάδα η «σκληρή» διαπραγμάτευση…

 

Δεύτερος ελλείπων κρίκος αυτός που σχεδιάζει και προδιαγράφει νέες θέσεις εργασίας, κοινωνικά ωφέλιμες και προπαντός παραγωγικές, ώστε να δημιουργούν πλεόνασμα το οποίο να επιτρέπει τη συνέχεια και ανέλιξη του παραγωγικού κύκλου. Αυτός που προσανατολίζει την οικονομική ανασυγκρότηση με κατάλληλες πολιτικές ανάπτυξης κλάδων, τομέων και μορφών παραγωγής παλιών και νέων προϊόντων, υλικών ή άυλων, αξιών ανταλλακτικών ή χρήσης, εξαγώγιμων ή υποκατάστατων των εισαγωγών, υψηλής ή χαμηλής τεχνολογικής πυκνότητας, υψηλής ή χαμηλής έντασης εργασίας ή κεφαλαίου, υψηλής, κατά προτεραιότητα, εγχώριας προστιθέμενης αξίας. Προϊόντα καινοτόμα καθαυτά ή εμπεριέχοντα καινοτόμο μέθοδο, διαδικασία κ.λπ.

 

Αυτός που σκέφτεται, συλλαμβάνει, αξιολογεί και προωθεί το νέου τύπου «γενικό προϊόν», την ειδοποιό διαφορά του, αυτήν που καθιστά τη διαδικασία παραγωγής του ιδιοτυπική.

 

Τρίτος ελλείπων κρίκος αυτός που καθιστά το προϊόν της νέας εργασίας ανταγωνιστικό σε συνθήκες παγκόσμιας, περιφερειακής αλλά και κυρίως εθνικής ή τοπικής αγοράς. Η λογιστική αποτίμηση του δίδυμου «κόστος παραγωγής-ποιοτικά χαρακτηριστικά» του προϊόντος δεν καλύπτεται με αφηρημένες αναφορές στα γνωστά συγκριτικά πλεονεκτήματα (ήλιος, θάλασσα, αρχαιότητες, ελαιόλαδο, ακόμη δύο-τρία εμβληματικά προϊόντα και τέλος). Το ζητούμενο είναι να σκεφτούμε και πέρα από τα προϊόντα, τα άγνωστα, παραμελημένα, εργασιακά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας. Αυτά που αφορούν κυρίως τη μικρής κλίμακας μεταποίηση, το κατά παραγγελίαν έναντι του μαζικού εν σειρά προϊόντος, τις κρυμμένες -καθότι εξοστρακισμένες- τεχνογνωσίες, τεχνικές και δεξιότητες προηγούμενων αλλά και εν λειτουργία φάσεων της εγχώριας παραγωγικής δραστηριότητας, που ζητούν βέβαια και αυτές τη μετεξέλιξή τους.

 

Λίγα λόγια, τέλος, για τον υποκρυπτόμενο, αλλά ωστόσο έντονα υποδηλούμενο, κεϊνσιανισμό του «ρεαλιστικού» προγράμματος της Θεσσαλονίκης

 

Οι προσπάθειες αναβίωσης του κεϊνσιανισμού απασχόλησαν μεταπολεμικά πολλούς οικονομολόγους, δεν έπεισαν ωστόσο τους πολιτικούς διαχειριστές της μεταπολεμικής παγκοσμιοποίησης. Γι’ αυτό και από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 τον παραμόρφωσαν, τον κολόβωσαν έως που τον αποκεφάλισαν, εδώ στην Ευρώπη τής μετά Μάαστριχτ εποχής. Στο διάστημα αυτό η αποδυνάμωση των εθνικών κρατών, προνομιακό πεδίο εφαρμογής του προπολεμικού κεϊνσιανισμού, δεν συνοδεύτηκε από την εμφάνιση συνεκτικών υπερεθνικών σχηματισμών (βλ. Ε.Ε.) που θα τον ανανέωναν θεωρητικά και θα τον εξόπλιζαν με νέα οικονομικά εργαλεία. Αλλωστε ο κεϊνσιανισμός, και το κοινωνικό συμβόλαιο που συνεπέφερε, στηρίχθηκε κυρίως στα οικονομικά εργαλεία που τότε διέθετε (νόμισμα, προστατευτισμός κ.λπ.) αλλά και στην ώθηση τόσο των διαδοχικών βιομηχανικών επαναστάσεων που προηγήθηκαν όσο και των μεταλλαγών των, αναδυόμενων τότε, τεχνολογικών υποδειγμάτων.

 

Οι μεταπολεμικές άρχουσες τάξεις στην Ευρώπη, μετά τη δεκαετία του ’80, ακολούθησαν τον ριγκανο-θατσερικό νεοφιλελευθερισμό και μέχρι σήμερα, παρά την εξάπλωση και το βάθεμα της κρίσης, δεν φαίνεται να τον εγκαταλείπουν. Η ελπιδοφόρα προσπάθεια αναγέννησης του ευρω-κεϊνσιανισμού από την Αριστερά ως κεϊνσιανομαρξισμού κατά τις δεκαετίες του ’70 και ’80 δεν ευοδώθηκε και παραμένει ζητούμενο.

 

Τα πρόσφατα δείγματα αποστασιοποίησης εκπροσώπων του ευρωπαϊκού κατεστημένου και κάποια όψιμα αντι-υφεσιακά τους σκιρτήματα, που κάνουν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να ευελπιστεί ότι μπορεί, όταν κυβερνήσει, «να τύχει η καλή στιγμή» για μια τροποποίηση του «μείγματος» οικονομικών πολιτικών της Ε.Ε. μάλλον υπερεκτιμώνται. Όπως και κάποιες λύσεις μαγικές, εργαλειακές, βγαλμένες από «μοντελικές» χρηματοπιστωτικές κατασκευές, που κάποιοι οικονομολόγοι υπόσχονται.

 

………………………………………………………………………………………………….

 

* Δρ Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Πανεπιστημίου Αμιένης

 

Scroll to top