ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΠΑΣ

12/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ποια Ευρώπη, με ποια Γερμανία;

      Pin It

Του Τάσου Παππά

 

Τα σκιρτήματα αντίστασης στη γερμανική ηγεμονία που εμφανίστηκαν τις τελευταίες μέρες στην Ευρώπη, σίγουρα δεν πρέπει να μας παρασύρουν σε βιαστικές εκτιμήσεις ότι επιτέλους αμφισβητείται ο πυρήνας της κυρίαρχης στρατηγικής, ωστόσο δεν είναι αμελητέα. Κι αυτό, γιατί ύστερα από πολύ καιρό, κάποιοι Ευρωπαίοι ηγέτες αρχίζουν δειλά δειλά να συνειδητοποιούν ότι η επιμονή της Γερμανίας να εφαρμοστεί χωρίς την παραμικρή έκπτωση το Σύμφωνο Σταθερότητας εγκυμονεί κινδύνους για τις χώρες τους, τους ίδιους, τα κόμματά τους, αλλά και για την Ευρώπη.

 

Την αρχή έκανε ο παραπαίων πρόεδρος της Γαλλίας Φρ. Ολάντ, ο οποίος διά του πρωθυπουργού του, Μ. Βαλς, ζήτησε παράταση δύο ετών στο θέμα του ελλείμματος. Ακολούθησε ο Ιταλός πρωθυπουργός Μ. Ρέντσι, ο οποίος δήλωσε ότι δεν μπορεί το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες να φέρονται στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σαν να είναι οι άτακτοι μαθητές στην τάξη. Οι κινήσεις αυτές πλαισιώθηκαν στο τεχνοκρατικό επίπεδο από τις πρωτοβουλίες του κεντρικού τραπεζίτη Μ. Ντράγκι για την οργανωμένη απορρόφηση τοξικών δανείων από την ΕΚΤ και από την ιδέα του νέου προέδρου της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ να αξιοποιηθούν έως και 100 δισ. ευρώ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για τη χρηματοδότηση κρατικών επενδυτικών προγραμμάτων με στόχο την επανεκκίνηση της οικονομίας.

 

Επί της ουσίας δεν εισηγούνται ανατροπή της πολιτικής της λιτότητας. Πρόκειται για προτάσεις που έχουν στόχο να περιορίσουν τις δραματικές συνέπειες που έχει προκαλέσει αυτή η πολιτική. Την ίδια στιγμή, για να ηρεμήσουν η Μέρκελ και ο Σόιμπλε, οι Ολάντ και Ρέντσι προωθούν μέτρα που κάθε άλλο παρά αριστερά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Ο πρώτος μειώνει θεαματικά τις δημόσιες δαπάνες και κόβει κοινωνικά επιδόματα και ο δεύτερος έχει βαλθεί να ξεκάνει όσες εργατικές κατακτήσεις έμειναν αλώβητες από τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού. Μ’ άλλα λόγια, προσφέρουν γην και ύδωρ, ζητώντας χαλάρωση της θηλιάς, για να έχουν κάτι να πουλήσουν στα εθνικά ακροατήριά τους που δυσφορούν και αρχίζουν να φλερτάρουν με λύσεις κατάφωρα αντιευρωπαϊκές. Για παράδειγμα, στη Γαλλία το κόμμα της Λεπέν έχει εγκατασταθεί για τα καλά στο κέντρο της πολιτικής ζωής, ενώ στην Ιταλία το υπόδειγμα Ρέντσι (πολύ λάδι αλλά από τηγανίτα τίποτε) αγγίζει τα όριά του.

 

Τις ανησυχίες τους συμμερίζονται και σοβαροί οικονομικοί οργανισμοί που βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή του νεοφιλελευθερισμού, άρα είναι υπεράνω υποψίας για ροπή προς τον κεϊνσιανισμό. Οι προβλέψεις τους είναι δυσοίωνες για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας: Δίνουν 40% πιθανότητες να υπάρξει νέα ύφεση, 30% να έχουμε το φαινόμενο του αποπληθωρισμού και 30% αναιμική, κοντά στο μηδέν, ανάπτυξη. Πώς αντέδρασε η Γερμανία; Με ένα μεγαλοπρεπές «όχι σε όλα», επικαλούμενη το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο έχουν υπογράψει οι πάντες. Θα αναρωτηθεί κανείς: Μα δεν βλέπει ότι με την πολιτική που εφαρμόζεται απειλείται η συνοχή της ευρωζώνης; Προφανώς και το βλέπει. Δεν φοβάται ότι μπορεί να βρεθεί απέναντι σ’ ένα μέτωπο χωρών που θα απαιτήσει μια άλλη πολιτική; Προσπαθεί βεβαίως να το αποτρέψει, αλλά φαίνεται πως επεξεργάζεται εναλλακτικές λύσεις.

 

Ενισχύονται στο εσωτερικό της χώρας οι φωνές που λένε ότι η ευρωζώνη με τη σημερινή μορφή της είναι καλή και χρήσιμη, όσο εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας. Η οικονομική σταθερότητα της Γερμανίας, η ελεγχόμενη ανεργία, τα εμπορικά πλεονάσματά της και το εξαγωγικό θαύμα της, είναι το αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής που δεσπόζει εδώ και χρόνια. Υποψιάζονται οι Γερμανοί ιθύνοντες, και σωστά, πως αυτά που έχουν πετύχει υποχρεώνοντας τους άλλους εταίρους να υιοθετήσουν γραμμή σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής θα υπονομευθούν αν αρχίσει το ξήλωμα του πουλόβερ. Αν είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε μια ευρωζώνη όπου δεν θα κυριαρχεί η λιτότητα και σ’ ένα σύστημα με πολλές ταχύτητες, το πιθανότερο είναι ότι θα προτιμούσαν το δεύτερο. Δεν είναι άνευ σημασίας ότι εδώ και καιρό έχουν κατατεθεί τέτοιες σκέψεις στη Γερμανία, ενώ δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι το «κόμμα του μάρκου», που ζητά σε πρώτη φάση την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και στη συνέχεια την αποχώρηση της Γερμανίας, έχει πια ερείσματα σε όλη την επικράτεια, συμμετέχει στα τοπικά Κοινοβούλια, ασκεί πιέσεις και διευρύνει την επιρροή του, διεισδύοντας στο εκλογικό σώμα των Χριστιανοδημοκρατών.

 

Ισως πρέπει να ανοίξει ξανά η συζήτηση που νομίζαμε ότι είχε κλείσει οριστικά. Αναφέρομαι στη συζήτηση που είχε συνοψιστεί στο δίλημμα «ευρωπαϊκή Γερμανία ή γερμανική Ευρώπη;». Πιστεύαμε ότι είχε προκριθεί η πρώτη εκδοχή. Αυτό άλλωστε μας διαβεβαίωναν οι αξιωματούχοι της χώρας. Ωστόσο, αξιολογώντας την αδιάλλακτη στάση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι σε οποιοδήποτε αίτημα, δικαιούμαστε να ισχυριστούμε ότι είναι σε εξέλιξη μια διαδικασία αναθεώρησης της κεντρικής γραμμής. Για μια υπολογίσιμη μερίδα της πολιτικής ελίτ, αλλά και για ισχυρούς επιχειρηματικούς και τραπεζικούς κύκλους, η Ευρώπη πρέπει να είναι γερμανική, διαφορετικά δεν έχει νόημα να συμμετέχει η Γερμανία σε μια ένωση όπου δεν θα γίνεται αυτό που έχει αποφασίσει, με τον τρόπο που θεωρεί σωστό, στον χρόνο που αυτή επιλέγει και με τον ρυθμό που η ίδια κρίνει επιβεβλημένο.

 

[email protected]

 

Scroll to top