Pin It

Της Αιμιλίας Σαλβάνου*

 

Πρόσφατα την κοινή γνώμη απασχόλησαν τα μαθήματα Ιστορίας που διοργάνωσε η Χρυσή Αυγή με θέμα την Επανάσταση του 1821. Οι κεντρικές θέσεις που αναπτύχθηκαν στα μαθήματα αυτά ήταν πως οι Ελληνες υπήρξαν για τέσσερις αιώνες υπόδουλοι στον τουρκικό ζυγό, ότι κατάφεραν με πολύ κόπο να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα και γλώσσα χάρη στη συμβολή της Εκκλησίας και τη λειτουργία του κρυφού σχολειού, ότι όλους αυτούς τους αιώνες της σκλαβιάς πολλοί ήταν αυτοί που μαρτύρησαν για την πίστη τους και την επιμονή τους να μην ασπαστούν στον ισλαμισμό και τέλος ότι η ελληνική επανάσταση ήταν εθνική, απαλλαγμένη από κοινωνικές και πολιτικές όψεις, και πως συνέβη όταν οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για να αναγεννηθεί το έθνος, που βρισκόταν σε κατάσταση ύπνωσης μετά την Αλωση της Πόλης, από τις στάχτες του.

 

Το αφήγημα αυτό δεν είναι πρωτότυπο ούτε απέχει πολύ από το κυρίαρχο για δεκαετίες στον δημόσιο λόγο. Και μάλιστα η Ιστορία των ιστορικών συγκρούστηκε πολλές φορές με τις απόψεις αυτές. Τις τελευταίες δεκαετίες, μάλιστα, η μονοφωνία του δημόσιου λόγου άρχισε να ραγίζει. Πρόσφατο είναι το παράδειγμα των έντονων αντιδράσεων που προκάλεσε το ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ για το 1821. Αν και οι συντελεστές της παραγωγής ανήκαν στη συντηρητική πλευρά της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας ωστόσο διέλυσαν μερικά από τα παλαιά στερεότυπα. Δημιούργησαν άλλα βέβαια. Η συμπαράταξή τους μάλιστα με τη φιλομνημονιακή πολιτική άφησε πρακτικά το πεδίο ελεύθερο για την επανασύνδεση του βαθιά συστημικού εθνικιστικού λόγου με την εθνικιστική αντισυστημικότητα. Αυτή η αντιστροφή είναι αξιοσημείωτη ιδεολογική τάση τα τελευταία χρόνια.

 

Είναι βεβαίως αναμενόμενο η εθνική επέτειος να εγείρει έντονα συναισθήματα –αυτός άλλωστε είναι εξ ορισμού ο ρόλος των εθνικών επετείων: να συνεισφέρουν μέσω του συναισθήματος στη σφυρηλάτηση της κοινωνικής συνοχής. Το στοιχείο ωστόσο που συνήθως διαφεύγει από μια πιο ψύχραιμη προσέγγιση του περιεχομένου των εθνικών επετείων είναι αφενός ο αναγκαστικά επιλεκτικός τους χαρακτήρας σε ό,τι αφορά τα στοιχεία που θα συμπεριληφθούν στο αφήγημά τους και αφετέρου ότι οι εθνικές επέτειοι είναι κατεξοχήν εθνοποιητικές τελετουργίες, τελετουργίες δηλαδή που θεσπίζονται μετά τη δημιουργία του έθνους κράτους προκειμένου να σφυρηλατηθεί η εθνική ταυτότητα των μελών του. Με αυτήν την έννοια, τόσο σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό τους όσο και σε ό,τι αφορά τον τρόπο που επιτελούνται, κινητοποιούν τόσο τη μνήμη όσο και τη λήθη για πλευρές των ζητημάτων που διαπραγματεύονται. Αλλά το κυριότερο, σκοπός τους είναι όχι να αποκαλύψουν την ακρίβεια των γεγονότων όσο να σφυρηλατήσουν εθνικούς μύθους (άλλο μύθος, άλλο παραμύθι), και να υπογραμμίσουν τον εξαιρετικό χαρακτήρα του έθνους, διαφοροποιώντας το από τις κανονικότητες που αφορούν τα υπόλοιπα έθνη.

 

Στο επίπεδο αυτό η κριτική ιστοριογραφία έρχεται να αποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό τις διαθλάσεις της εικόνας που έχει επιβάλει το αφήγημα της επετείου. Η Επανάσταση του 1821 δεν συνέβη σε κενό ιστορικό χρόνο. Συνέβη στην εποχή που σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο σχηματίζονται εθνικά κράτη. Από την Αϊτή ώς την Ιταλία και από τη Γερμανία ώς τα Βαλκάνια ο 19ος αιώνας είναι η εποχή που το αίτημα συγκρότησης εθνικών κρατών δίνει τον τόνο στις εξεγέρσεις που προκύπτουν, διαφοροποιώντας τες προγραμματικά από αυτές των προηγούμενων χρόνων. Υπάρχει άλλωστε το απόθεμα των ιδεών του Διαφωτισμού που έχουν αρχίσει να διαδίδονται από τη Γαλλική Επανάσταση και έχουν διαχυθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη στη μεταναπολεόντεια εποχή. Η ελευθερία, η ισότητα και η αδελφότητα, με άλλα λόγια η επικράτηση του αστικού φιλελευθερισμού, αποτελούν πάγια αιτήματα της εποχής, αφού συνάδουν με έναν νέο τρόπο κατανόησης της οργάνωσης του κόσμου. Με αυτήν την έννοια, η ελληνική εθνική επανάσταση δεν είναι διαφορετική από όσες συμβαίνουν λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα στον υπόλοιπο κόσμο και δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο.

 

Η ένταξη της ελληνικής επανάστασης στο παραπάνω ερμηνευτικό πλαίσιο οδηγεί σε δύο συμπεράσματα: αφενός ανασκευάζει το επιχείρημα της καθυστερημένης συγκρότησης του ελληνικού κράτους σε σχέση με τα άλλα εθνικά κράτη, επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιείται κατά κόρον προκειμένου να δικαιολογηθεί ο «καθυστερημένος εκσυγχρονισμός» της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας σε σχέση με τον «δυτικό κανόνα». Αφετέρου, η επανάσταση αποκτά τον χαρακτήρα εθνογένεσης αντί εθναφύπνισης, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές την πορεία: καλλιέργεια και διάχυση των εθνικών ιδεών, επανάσταση και συγκρότηση εθνικού κράτους, εθνικοποίηση του συνόλου του πληθυσμού μέσα από τελετουργίες και εθνικά αφηγήματα.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, το «κρυφό σχολειό», «η αναγέννηση του έθνους μέσα από τις στάχτες του», «ο εθνικός ρόλος της Εκκλησίας» δεν είναι παρά εκ των υστέρων προσεγγίσεις μιας διαδικασίας από την οποία δεν έλειπαν ούτε οι αντιθέσεις ούτε οι συγκρούσεις. Δεν υπήρχε κρυφό σχολείο˙ απόδειξη, μεγάλες σχολές όπως η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης ή η Ακαδημία Κυδωνιών. Δεν ενθάρρυνε την επανάσταση η Εκκλησία˙ αντίθετα το Οικουμενικό Πατριαρχείο την αποκήρυξε και προσπαθούσε να την εμποδίσει (π.χ. η Πατρική Διδασκαλία του Αθανάσιου Πάριου, 1798). Ολα αυτά έχουν επαρκώς τεκμηριωθεί από την ιστοριογραφία. Το εθνικιστικό αφήγημα που αφορά την ελληνική επανάσταση δεν αντέχει στην αντιπαραβολή του με τα τεκμήρια.

 

Είναι αλήθεια ότι το παρελθόν δεν μας αποκαλύπτεται αν δεν του θέσουμε τις ερωτήσεις μας. Οπως είναι επίσης αλήθεια ότι είναι το παρόν και οι ανάγκες του που υπαγορεύει τις ερωτήσεις που θα του θέσουμε κάθε φορά – συνεπώς και τις απαντήσεις που θα λάβουμε. Αλλά το παρελθόν απαντά όχι με τη δική μας, αλλά με τη δική του γλώσσα. Και εδώ βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα σε μια επικαιροποιημένη και σε μια αυθαίρετη ιστορία. Η αυθαίρετη ιστορία είναι μια ιστορία εγγαστρίμυθος.

 

Ωστόσο, εκτός από τις απαντήσεις στις ερωτήσεις μας, υπάρχουν και τα στοιχεία του παρελθόντος που μένουν σιωπηλά, στοιχεία για τα οποία δεν έχουμε σκεφτεί να ρωτήσουμε και πρέπει να τα αφουγκραστούμε. Λ.χ. τα απομνημονεύματα των αγωνιστών της, παρά την προφανή τους επιλεκτικότητα και τον εκ των υστέρων φωτισμό των γεγονότων, προσφέρονται για πολύ ευρύτερες αναγνώσεις από αυτές που έχουν ως τώρα γίνει.

 

Το παράδειγμα του Μακρυγιάννη είναι χαρακτηριστικό: μετά την ανακάλυψή του από τον Βλαχογιάννη, την καθιέρωσή του από τον Σεφέρη, και τη μετατροπή του στον κατ’ εξοχήν εθνικολαϊκό ήρωα του ’21, έρχεται τώρα η κριτική ανάγνωση των απομνημονευμάτων του από τον Ν. Θεοτοκά για να φωτιστούν μέσα από αυτά όψεις της καθημερινής ζωής της επανάστασης και ο τρόπος που η εθνική συνείδηση ήταν αποτέλεσμα της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας, που μαζί με τις εθνικές, εμπεριείχε βέβαια κοινωνικές και πολιτικές πλευρές.

 

………………………………………………………………………

 

*Διδάκτωρ Ιστορίας

 

Ζωγραφικός πίνακας: Νικόλαος Γύζης, «Κρυφό Σχολειό», 1885-86

Scroll to top