11/04/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Τα είδωλα και η Σαπφώ

      Pin It

Tρίτη ματιά

 

Του Γιώργου Σταματόπουλου

 

Μια χαρά ζούμε το λυκόφως των ειδώλων, στρυφνοί, όμως, ξινοί, ανικανοποίητοι αφού δεν έχουμε βρει άλλα να τα αντικαταστήσουμε, γιατί πάντα η κοινωνία χρειάζεται είδωλα, είτε από άγνοια των μελών για τον εαυτό της είτε από ραθυμία. Τα μέλη δηλαδή προβάλλουν τον εαυτό τους στα είδωλα, τους μεταβιβάζουν τις επιθυμίες τους και αυτά «καθαρίζουν» αφού οι ευθύνες είναι αλλού, πλέον. Εως πρό τινος τα είδωλα, τα πρότυπα για τους περισσότερους είχαν το ίδιο περιτύλιγμα: τηλεοπτική λαμπρότης, κοινωνική άνοδος, πλουτισμός, χάρη και άνεση, αύρα σνομπισμού, εκλεκτισμός, κοσμοπολιτισμός και το κακό συναπάντημα. Αίφνης όλα αυτά γκρεμίστηκαν, λόγω κρίσης, αποφαίνονται πολλοί. Και τι γίνεται τώρα χωρίς βαρβάρους;

 

Στη θέση των προτύπων δεν μπορούμε να τοποθετήσουμε ανθρώπους με σύνεση, με ολιγάρκεια, με σεβασμό, με επιφυλακτικότητα και μετριοφροσύνη, με λογισμό και μ' όνειρο και μ' έρωτα. Τούτοι όλοι είναι ξένοι με την έως τούδε εμπειρία μας ή και παιδεία μας. Θα φανεί σχεδόν αφύσικο να τους προτείνει κανείς ως πρότυπα. Θα πρέπει να 'χει την τόλμη και την ελευθερία μιας Σαπφούς π.χ., που κόντρα στις αξίες της εποχής της και τα στερεότυπά της, πρόβαλε τη δική της πρόταση. Και ποια ήσαν τα πρότυπα της εποχής της; Οι λαμπεροί σχηματισμοί του ιππικού, του πεζικού, του ναυτικού θα λέγαμε σήμερα. Οι εντυπωσιακοί αυτοί στρατοί θεωρούνταν ό,τι το πιο όμορφο πάνω σ' αυτή τη μαύρη γη. Σηκώνοντας το ανάστημά της η (κατά Πλάτωνα) δέκατη μούσα κήρυξε στην ανθρωπότητα πως γι' αυτήν το ωραιότερο πράγμα σε τούτη την γαν μέλαιναν είναι αυτό με το οποίο κάποιος είναι ερωτευμένος (κην' όττω τις έραται). Είναι, θαρρώ, ένας από τους λόγους που καθιερώθηκε ως η μεγαλύτερη ποιήτρια του αρχαίου κόσμου.

 

Δεν λείπει το σθένος από τους μεγάλους ποιητές, απλώς οι μεγάλοι (μας) ποιητές αρνούνται να μπουν στον στίβο της άγριας πάλης με το θηρίο της τροϊκανής εισβολής στις ψυχές και τα εισοδήματα των ανθρώπων τού σήμερα. Ανθρώπων που δεν θέλουν να 'ναι μοναχοί, έρημοι, εγκαταλελειμμένοι. Δέδυκε μεν α σελάνα και Πληΐαδες` μέσαι δε νύκτες, παρά δ' έρχετ' ώρα, εγώ δε μόνα κατεύδω. (Η σελήνη έχει πια χαθεί και η Πούλια, είναι μεσάνυχτα και ο χρόνος φεύγει γρήγορα` μα εγώ κοιμούμαι μοναχή, σε μετάφραση Ν.Χ. Χουρμουζιάδη, «Στιγμή», Κατάλογος 25). Ο έρωτας ως λύση, εδώ και αιώνες (και εις τους αιώνας των αιώνων;).

 

Ας μην είναι ο έρωτας, ας είναι η συντροφικότητα, η συλλογικότητα εκείνη που θα κάνει υποφερτό το μεσονύχτι της μοναξιάς. Ψάχνουμε ίσως ψύλλους στ' άχερα, αλλά είναι προτιμότερο από το να παραμένουμε στα ίδια, με την ίδια νοοτροπία, με τα ίδια είδωλα, λες και τίποτε δεν έχει αλλάξει, λες και η ζωή συνεχίζεται, ανέμελα και δοξαστικά. Εδιζησάμην, εμεωυτόν (αναζήτησα τον εαυτό μου), φώναζε ο Ηράκλειτος, γνώθι σ' αυτόν (γνώρισε τον εαυτό σου) ο Χίλων, ένδον σκάπτε (σκάψε, μέσα σου) ο Μάρκος Αυρήλιος, γένοιο οίος έσσι μαθών (μάθε ποιος είσαι και γίνε τέτοιος) ο Ησίοδος, και λοιπά.

 

[email protected]

Scroll to top