Η Γιασμίν Λεβί τραγουδάει αύριο στο Μέγαρο Μουσικής
Η διάσημη Ισραηλινή τραγουδίστρια θα παρουσιάσει τα τραγούδια του νέου της δίσκου. Τον ονόμασε «Libertad» γιατί γιορτάζει μ' αυτόν τη νέα της ζωή και αποχαιρετά φοβίες και ανασφάλειες που την κρατούσαν «πάντα πίσω»
Της Μαρίνας Κουβέλη
Το ελληνικό κοινό τής έχει δείξει αδυναμία από την πρώτη στιγμή. Από τότε που τα ραδιόφωνα παραδίνονταν στη μελωδία του τραγουδιού της «Una noche mas» αρχίσαμε να ψάχνουμε ποια είναι αυτή η όμορφη, μελαχρινή γυναίκα με τη βελούδινη φωνή, την ισραηλινή καταγωγή και τα τραγούδια που χτυπούν κατευθείαν στις πιο ευαίσθητες χορδές μας. Ετσι, μάθαμε ότι είναι κόρη του σπουδαίου ερευνητή Ισαάκ Λεβί, που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην καταγραφή της μουσικής λαντίνο (μουσική παράδοση των Εβραίων, που εκδιώχθηκαν από την Ισπανία τον 15ο αιώνα), ότι έχει αδυναμία στη Ρόζα Εσκενάζυ και την Ελένη Βιτάλη, ότι δεν εγκαταλείπει στιγμή τις ανθρωπιστικές της ανησυχίες και ότι έχει έναν μοναδικό τρόπο να ερμηνεύει κομμάτια που μπλέκουν τις μουσικές παραδόσεις της Μεσογείου. Αύριο το βράδυ έρχεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για να παρουσιάσει τον πρόσφατο δίσκο της «Libertad» (καλεσμένος της θα είναι ο Γιάννης Χαρούλης).
Η Γιασμίν Λεβί γεννήθηκε το 1975 και μεγάλωσε στη Ιερουσαλήμ. Σπούδασε ρεφλεξολογία. Ανοιξε τη δική της κλινική, αλλά από το δεύτερο κιόλας ραντεβού κατάλαβε ότι είχε πάρει λάθος δρόμο. Το μικρόβιο της μουσικής υπήρχε πάντοτε στο οικογενειακό της περιβάλλον. Στο καθημερινό μενού υπήρχε από ελληνική, τούρκικη και κλασική μέχρι όπερα, τζαζ, αραβική, περσική και ισπανική μουσική. Από Ουμ Καλσούμ μέχρι Μπίλι Χόλιντεϊ. «Η μητέρα μου τραγουδούσε στην κουζίνα και η φωνή της απλωνόταν σε όλο το σπίτι. Ηταν σαν να μου δίδασκε μουσική με τον τρόπο της. Από την άλλη, υπήρχε πάντοτε γύρω μας η σκιά του πατέρα μου. Στον θησαυρό που μου άφησε ανατρέχω με κάθε ευκαιρία».
Εννοεί τα εκατοντάδες βιβλία και τις παλιές ηχογραφήσεις που συγκέντρωσε από τις έρευνές του. «Στην αρχή απέφευγα με κάθε τρόπο την ενασχόλησή μου με τη μουσική. Ο πατέρας μου έλεγε πως πρώτα πρέπει να έχουμε ένα κανονικό επάγγελμα και μετά να στραφούμε στην τέχνη. Ποτέ δεν πίστευα ότι η διαδρομή μου στη μουσική θα ήταν τόσο μεγάλη. Ημουν έξυπνη, αξιαγάπητη, είχα δεχτεί τη γενναιοδωρία και την αγάπη όλων, αλλά ο χαρακτήρας μου πάντα με κρατούσε πίσω. Δεν πολεμούσα για τίποτα».
Και πότε έκανε τη μεγάλη στροφή; «Οταν γεννήθηκε ο γιος μου, συνειδητοποίησα ότι του αξίζει μια δυνατή μητέρα», λέει. «Τότε είπα: “Αρκετά ώς εδώ, δεν μπορούν να υποφέρουν άλλοι μαζί σου”». Πόσο μάλλον όταν η ίδια είχε μεγαλώσει δίπλα σε δύο ισχυρές προσωπικότητες. «Πράγματι ξέρω πώς είναι να μεγαλώνεις με γονείς που σε στηρίζουν με αποφασιστικότητα και τόλμη. Μόνο που ο μπαμπάς μου μας άφησε όταν ήμουν ακόμα παιδί… Ισως από εκεί να πηγάζει το πρόβλημα της ανασφάλειάς μου. Ο πατέρας είναι αυτός που σε θωρακίζει με αυτοπεποίθηση. Πρώτη φορά γεννήθηκα το 1975. Τα τελευταία δύο χρόνια, όμως, ένιωσα πως ξαναγεννήθηκα, διότι επιτέλους απεγκλωβίστηκα από τις φοβίες και τις αναστολές μου. Συνειδητοποίhσα ότι ποτέ, ούτε ως παιδί ούτε ως έφηβη, δεν ένιωσα ελεύθερη. Πάντα ζούσα σε μια φυλακή που μόνη μου δημιούργησα. Ημουν μια απελπιστικά φοβισμένη γυναίκα, εύθραυστη και ευάλωτη στο παραμικρό σχόλιο. Ονόμασα το άλμπουμ μου “Libertad” για να γιορτάσω τη νέα μου ζωή. Μάλιστα το πρώτο κομμάτι του, “La ultima cancion” (Το τελευταίο τραγούδι) είναι ο αποχαιρετισμός στον παλιό μου εαυτό. Οι φοβίες είναι σαν αρρώστια, η οποία δεν θεραπεύεται με κοινά χάπια».
Επαιξε άραγε καθόλου ρόλο το γεγονός ότι οι συνθήκες ζωής στο Ισραήλ δημιουργούν μεγάλη ανασφάλεια; «Οχι, γιατί γεννήθηκα εδώ και ξέρω να αντεπεξέρχομαι στην καθημερινότητα. Αφήστε που πιστεύω πως οι αντίξοες κοινωνικές συνθήκες “βοηθούν” τη δημιουργία. Θέλω να πω, ότι η θλίψη, το πένθος, η λαχτάρα για ζωή που έχουμε όλοι εμείς που φοβόμαστε για το αύριο, μας δείχνουν το δρόμο προς την επιβίωση. Η Ιερουσαλήμ είναι η πιο “λυπημένη” και η πιο μοναδική πόλη του κόσμου».
Στο άλμπουμ «Libertad» έγραψε εφτά από τα δώδεκα τραγούδια και αναμετρήθηκε με άλλα, μεγαλύτερα. Διασκεύασε το «Firuze» -ένα από τα διαμάντια της τουρκικής μουσικής- αλλά και το κομμάτι-θρύλο του Ενρίκο Μασίας «Adieu, Mon Pays». «Για να διασκευάσεις μεγάλα τραγούδια, δύο πράγματα συμβαίνουν: Ή είσαι πολύ γενναίος ή πολύ ανόητος. Εγώ κάποια στιγμή είπα ότι έπρεπε επιτέλους να στείλω το δικό μου μήνυμα», λέει.
Μεταξύ των διασκευών υπάρχει κι ένα υπέροχο, απαιτητικό περσικό τραγούδι, το «Recuerdo» (o τίτλος στα περσικά είναι «Soghati»). «Εχει μεγάλη ιστορία για μένα. Οταν ήμουν 8 χρόνων άκουγα τη μητέρα μου να το τραγουδά συνεχώς.Το είχαμε σε μια παλιά κασέτα, η οποία εξαφανίστηκε κι έτσι έχασα τα ίχνη του. Δεν ήξερα ούτε τίτλο ούτε τίποτα. Επί χρόνια προσπαθούσα να το βρω, ψιθυρίζοντας τον σκοπό σε όποιον πίστευα ότι μπορεί να το γνωρίζει. Σχεδόν 23 χρόνια κράτησε η αναζήτηση. Ωσπου κάποια στιγμή στο Λονδίνο ο ταξιτζής που με πήγαινε στο στούντιο ήταν Ιρανός. Είπα να τον ρωτήσω. Του τραγούδησα ό,τι θυμόμουν και ως εκ θαύματος μου απάντησε: «Οχι μόνο το ξέρω, αλλά αύριο το πρωί μπορώ να σας το φέρω και σε cd».
Και τώρα που επιτέλους πάτησε στα πόδια της, ποιος είναι ο κριτής που εμπιστεύεται περισσότερο; «»Ο γιος μου», λέει γελώντας. «Είναι γεννημένος μουσικός. Εχει ρυθμό, κριτήριο και μεγάλη αγάπη για τη μουσική. Ολη μέρα τού τραγουδάω. Και σε λίγο πρέπει να κλείσουμε γιατί έχω να τον παραλάβω από τον παιδικό σταθμό…»
ΙΝFO: 9 μ.μ., τιμές: 15 ώς 60 ευρώ.