Του Τάκη Μίχα
Μέχρι σήμερα η κρατούσα άποψη ήταν ότι η οικονομική ύφεση κάνει τους ανθρώπους λιγότερο ευτυχείς. Ομως μια νέα επιστημονική έρευνα δείχνει ότι αυτό δεν ισχύει απόλυτα. Ο αποφασιστικός παράγων δεν είναι η ύφεση αλλά ο βαθμός κρατικών ρυθμίσεων και ελέγχων που υπάρχει σε μια κοινωνία – ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας. Οσο μεγαλύτερος είναι ο κρατικός παρεμβατισμός τόσο περισσότερο η ύφεση οδηγεί σε μείωση της ευτυχίας.
Η έρευνα που πρόκειται να δημοσιευθεί στο Journal of Happiness Studies βασίζεται σε στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου και στις ετήσιες εκθέσεις του Ινστιτούτου Frazer του Καναδά. Ο συγγραφέας της έρευνας είναι ο Christian Bjornskov, καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Arhus.
To Ευρωβαρόμετρο άρχισε από το 1975 να μετράει, μέσω λεπτομερών ερωτηματολογίων, τα επίπεδα ευτυχίας στις διάφορες χώρες. Το Ινστιτούτο Frazer από την άλλη πλευρά εκδίδει κάθε έτος μία έκθεση που στη βάση διαφόρων δεικτών μετράει τον βαθμό της οικονομικής ελευθερίας που υπάρχει σε μια χώρα. Οι εκθέσεις αυτές εξετάζουν αναλυτικά θέματα, όπως την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, τον αριθμό ρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, το πόσο «ανοιχτές» είναι οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, πόσο εύκολες είναι οι ξένες επενδύσεις κ.λπ.
Εξετάζοντας 94 επεισόδια υφέσεων από το 1975 μέχρι σήμερα, η έρευνα δείχνει ότι δεν υπάρχει αυτόματος συσχετισμός μεταξύ οικονομικής ύφεσης και επιπέδων ευτυχίας. Από το 1975 μέχρι σήμερα υπήρξαν 94 περιπτώσεις ύφεσης (μείωση του ΑΕΠ μεγαλύτερη από 1%), όμως τα επίπεδα ευτυχίας μειώθηκαν σε 59 περιπτώσεις, ενώ παρέμειναν τα ίδια ή αυξήθηκαν σε άλλες 35.
Ούτε έχει σχέση το βάθος της ύφεσης με τα επίπεδα ευτυχίας. Κατά την περίοδο 2007-2010 τα επίπεδα ευτυχίας στην Ιρλανδία -μία από τις πιο σκληρά πληγείσες χώρες- μειώθηκαν λιγότερο απ' ό,τι στην Κύπρο ή στη Μάλτα που δεν είχαν πληγεί από την ύφεση στον ίδιο βαθμό.
Αντίθετα η έρευνα βρίσκει ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ του βαθμού του κρατικού παρεμβατισμού -με τη μορφή ρυθμίσεων και ελέγχων- στην οικονομία και της απώλειας ευτυχίας σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Αυτό αφορά ιδιαίτερα την αγορά εργασίας. Οσο περισσότερες είναι οι ρυθμίσεις που εμποδίζουν την ελεύθερη απόλυση (και συνεπώς πρόσληψη) εργαζομένων τόσο μεγαλύτερη είναι η δυστυχία σε περιόδους υφέσεων.
Αυτό εξηγεί, σύμφωνα με τον συγγραφέα, και το γεγονός ότι η ύφεση στις χώρες του Νότου οδήγησε και σε μεγάλες υποχωρήσεις στα επίπεδα ευτυχίας: 15% στην Ελλάδα από τότε που άρχισε η κρίση και 9% στην Πορτογαλία. Διότι πρόκειται για κοινωνίες που έχουν τον μεγαλύτερο όγκο κρατικών-συντεχνιακών ρυθμίσεων.
«Πάρτε για παράδειγμα την αγορά εργασίας» λέει ο συγγραφέας της μελέτης. «Αν δεν μπορείς να απολύσεις εύκολα ανθρώπους, δεν μπορείς και να προσλάβεις εύκολα. Στην Ιταλία υπάρχουν 15 εκατομμύρια από 42 εκατομμύρια εργαζομένους που δεν μπορούν να απολυθούν. Στην Ισπανία ολόκληρες επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να κλείσουν, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο, επειδή δεν μπορούσαν να απολύσουν ορισμένους εργαζόμενους -κάτι που δεν θα συνέβαινε ποτέ στη Δανία όπου δεν υπάρχει περιορισμός στις απολύσεις. Οταν βλέπουμε ότι στην Ελλάδα τα επίπεδα ευτυχίας μειώθηκαν τόσο πολύ τον τελευταίο καιρό, θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι η χώρα αυτή είναι μία από τις χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό ρυθμίσεων και ελέγχων – ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας».
Τα στατιστικά ευρήματα της έρευνας εξηγούνται από το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι γνωρίζουν πως οι δυσκολίες στις προσλήψεις (λόγω της αδυναμίας απολύσεων) καθιστά πολύ δύσκολο γι' αυτούς να βρουν μια νέα θέση εργασίας αν απολυθούν. Αυτό τους κάνει πολύ πιο απαισιόδοξους και δυστυχείς σε σχέση με τους εργαζόμενους μιας άλλης χώρας που γνωρίζουν ότι θα είναι λιγότερο δύσκολο να βρουν δουλειά σε περίπτωση απόλυσης.
«Οι οικονομίες με περισσότερους ελέγχους και κρατικό παρεμβατισμό» καταλήγει η μελέτη «αυξάνουν την αβεβαιότητα και εμποδίζουν την αυθόρμητη προσαρμογή ατόμων και αγορών έτσι ώστε να μετριασθούν οι ζημιές που υφίστανται από την ύφεση».