08/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Γλώσσα απλή, γεμάτη χυμούς

Κλεοπάτρα Δίγκα «Θέση 44, παράθυρο» Γαβριηλίδης, 2013, σελ. 184. Γιώτα Αργυροπούλου «Ποιητών και Αγίων Πάντων» Μεταίχμιο 2013, σελ. .
      Pin It

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κλεοπάτρα  Δίγκα
«Θέση 44, παράθυρο»
Γαβριηλίδης, 2013, σελ. 184.

 

 

 

 

Γιώτα Αργυροπούλου
«Ποιητών και Αγίων Πάντων»
Μεταίχμιο 2013, σελ. 80.

 

 

 

 

 

Της Μαρίας Στασινοπούλου

 

Στοιχεία ευδιάκριτα, που συνδέουν τις δύο συγγραφείς οι οποίες παρουσιάζονται σήμερα, είναι η βιωματική γραφή, η τρυφερότητα της ματιάς και η γεμάτη χυμούς απλότητα της γλώσσας∙ σ’ αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την επαγγελματική τους ιδιότητα, εκείνη του συνειδητού δασκάλου.

 

Ποιήτρια με σταθερό βηματισμό ανοδικής πορείας, όπως αποδεικνύουν οι τέσσερις έως τώρα συλλογές της («Τοιχογραφία της άνοιξης», «Νερά απαρηγόρητα», «Διηγήματα» και το πρόσφατο «Ποιητών και Αγίων Πάντων»), η Γιώτα Αργυροπούλου συγκεντρώνει στο νέο της βιβλίο ποιήματα ποιητικής. Ειλικρινής κατάθεση, διανθισμένη με μεράκι και συγκίνηση, αλλά χωρίς άκαιρους συναισθηματισμούς, αποτελεί το προσωπικό της εικονοστάσι και ανάβει κεριά αγάπης και σεβασμού προς απόντες (κατά κανόνα) προηγούμενους απ’ αυτήν ποιητές, μα και φιλολόγους ή συνοδοιπόρους από τα φοιτητικά χρόνια.

 

Ο τίτλος της νέας της συλλογής παραπέμπει στην «Οκτάνα» του Ανδρέα Εμπειρίκου και χωρίζεται σε δύο ενότητες: «Μια βραδιά ποίησης» η πρώτη, «Ποιητών και Αγίων Πάντων» η δεύτερη (όπως και ο τίτλος) και αναφέρεται στο ποιητικό γίγνεσθαι και τους δημιουργούς του. Ποιήματα αφιερωμένα, που αντλούν το θέμα τους από τη ζωή και το έργο ποιητών (Καβάφης, Σικελιανός, Σολωμός, Πολυδούρη, Σαπφώ). Η Αργυροπούλου θυμάται ομοτέχνους της που πρόλαβε (Σαχτούρη, Καρούζο) να περιδιαβαίνουν στους δρόμους, να μετακινούνται με τρόλεϊ ή να τους αναλύουν στις πανεπιστημιακές αίθουσες έμπειρα χείλη.

 

Τρυφερή ποιήτρια της επαρχίας (χρησιμοποιώ με πολύ σεβασμό τον τοπικό προσδιορισμό)∙ δασκάλα παθιασμένη με τα παιδιά της∙ «διά βίου» μαθήτρια στα μονοπάτια της ποίησης και των δασκάλων της ποιητών, η Αργυροπούλου προκαλεί συγκίνηση με τους στίχους της. Γράφει ποίηση απλή που την καταλαβαίνουν όλοι, κάποιοι περισσότερο. Εξάλλου, όπως μας λέει η ίδια: «Δεν θέλω να καταλαβαίνουν την ποίηση/ μόνο οι ειδικοί./ Δεν πιστεύουν στο Θεό/ μονάχα οι θεολόγοι». Ποίηση χειροποίητη, που φθέγγεται απλά, αναβιώνει μνήμες, ξαναζωντανεύει στιγμές και συνδιαλέγεται με το χειροπιαστό και με το βιωμένο. «Σαν τις μανιάτικες ελιές/ θέλω να μοιάζουν τα ποιήματα/ με τα κλαδιά κοντά και κλαδεμένα» (σ. 47). Υποκύπτοντας στον πειρασμό του βέλτιστου θα έλεγα ότι το ωραιότερο ποίημα του βιβλίου και το μεγαλύτερο (μαζί με την επταμερή σύνθεση για τον Καβάφη) είναι το «Μια βραδιά ποίησης» (σ. 17).

 

Χωνεμένοι απόηχοι δημοτικού τραγουδιού, του οποίου τα κοιτάσματα η ποιήτρια δείχνει να κατέχει και να αξιοποιεί∙ τοπία της Πελοποννήσου και δη της γενέτειρας Μεσσηνίας μπαινοβγαίνουν στις σελίδες της. Θαυμαστικά στέκεται στη Μάνη και τον Ταΰγετο. Διακρίνεται κάποτε ένας πεζολογικός χαρακτήρας που τον υπαγορεύει η αυτοβιογραφική, απολογιστική σχεδόν χροιά, η οποία υπόκειται σε όλη τη σύνθεση. Πρόκειται τελικά για ένα είδος σχεδιάσματος ποιητικής αυτοβιογραφίας ή, για να θυμηθούμε και τον Νάσο Βαγενά, για έναν διαφορετικό «κήπο μακάρων». Η Κλεοπάτρα Δίγκα, ζωγράφος, σκηνογράφος, αλλά και εμπνευσμένη δασκάλα καλλιτεχνικών, εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1992 με τη νουβέλα «Ξέρεις, τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα».

 

Στιγμιότυπα ζωής στον χρόνο τον ατέρμονα είναι το καινούργιο της βιβλίο. Σύντομες ιστορίες γραμμένες μέσα στα υπεραστικά λεωφορεία των γραμμών Καλαμάτα-Αθήνα-Πάτρα, στη θέση 44, στο παράθυρο, εμμονή που επεδίωκε να καλύπτει σε κάθε της ταξίδι. «Σημειώσεις στη θητεία του ονείρου» τις χαρακτηρίζει η ίδια. Με τη λέξη όνειρο χαρακτηρίζει τη δουλειά της ή, καλύτερα, μια συγκεκριμένη δραστηριότητα στην επαγγελματική της πορεία: την Οργάνωση Εικαστικών Εργαστηρίων του ΥΠΠΟ. Ενας άνθρωπος που δούλεψε για τον πολιτισμό, όπως και όσο μπορούσε. Μια δασκάλα που αγάπησε τον άνθρωπο και τα παιδιά του.

 

Ματιά καλλιτεχνική που ξέρει να παρατηρεί και να μεταμορφώνει με προσωπικό τρόπο. Διάθεση ποιητική ή ποιητικίζουσα. «Αν δεν έχει ο καλλιτέχνης βιωμένο υλικό, δεν μπορεί να δημιουργήσει. Αλλά και το βιωμένο υλικό, αν δεν συναντηθεί με τον καλλιτέχνη, μένει απλός βίος», μας λέει η Δίγκα σε ένα σύντομο κείμενό της με τίτλο «Μια σκέψη». Μνήμες ξετυλίγονται με αφορμή μια φωτογραφία∙ σκέψεις αναδεύονται στη θέα μιας σκηνής του δρόμου ή στην κίνηση του τοπίου καθώς τρέχει το τρένο.

 

Ο λόγος της μικροπερίοδος, με σύντομες κοφτές φράσεις. Κείμενα γραμμένα σε πορεία ζωής. Κάποιες εγγραφές χρονολογημένες: Αύγ. ’86, Μάρτης ’93, Καλοκαίρι ’85, όχι υποχρεωτικά σε χρονική ακολουθία. Πρώτη ημερολογιακή ένδειξη Δεκέμβρης ’67, τελευταία 2013. Τα περισσότερα μετά το 1985. Τα πιο μικρά κείμενα τρεις – τέσσερις αράδες, τα πιο μεγάλα τέσσερις – πέντε μικρόσχημες σελίδες. Η ποιότητα των κειμένων είναι άνιση. Κάποια αποτελούν ευτυχείς λογοτεχνικές στιγμές και κάποια άλλα παρουσιάζουν μικρότερο ενδιαφέρον. Στα εύστοχα, ενδεικτικά, θα κατέτασσα: τα Ημερολόγια 1, 2, 3, 4, 5, 6∙ και τα κείμενα με τίτλους: «Λιοσίων», «Ονειρο», «Το πορτρέτο του Δ.Π.», «Εμμονές», «Πάτρα-Αθήνα», «Για τον δάσκαλο», «Κοιτάζοντας». Κάποτε νιώθεις ότι ήθελε λίγο ακόμη δούλεμα η γλώσσα. Στην αρχή μάλιστα αυτό είναι πιο έντονο. Μία μίξη ποικιλότροπων σημειώσεων γραμμένων με αγάπη και τρυφερότητα: σκέψεις, ημερολογιακές καταγραφές, αναμνήσεις, με σαφές αυτοβιογραφικό και βιωματικό υπόβαθρο. Κάποια έχουν δομή διηγήματος.

 

Οι διαδρομές με λεωφορείο και οι σκέψεις που ενεργοποιεί και στροβιλίζει στο μυαλό του ο αφηγητής συνιστούν τον εσωτερικό αρμό της γραφής. Η συγγραφέας, στη «Θέση 44, παράθυρο», σκέπτεται από τη μια και από την άλλη κρυφακούει και κρυφοκοιτάζει τους συνταξιδιώτες της. Η ζωή μια διαδρομή, πολλές διαδρομές∙ τροχιές παράλληλες αλλά και διασταυρούμενες. Ενα βιβλίο της καρδιάς.

 

Scroll to top