Zoi-kai-Pepromeno

13/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΓΚΡΟΣΜΑΝ, ΣΟΛΤΖΕΝΙΤΣΙΝ, ΣΑΛΑΜΟΦ : ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Η κόλασή τους έγινε το όπλο τους

Οι απίστευτες περιπέτειες τριών μεγάλων απαγορευμένων Σοβιετικών συγγραφέων, σ' εκείνη την αλυσίδα από κάτεργα σπαρμένα στις παγωμένες εκτάσεις του βορρά, αλλά κι ολόκληρη η τρομερή εποχή τους, που διαμόρφωσε τον χάρτη του μεταπολεμικού κόσμου μέχρι το .
      Pin It

Της Μικέλας Χαρτουλάρη

 

Βασίλι Γκρόσμαν, Αλεξάντρ Σολτζενίτσιν, Βαρλάμ Σαλάμοφ: είναι οι τρεις μεγάλοι απαγορευμένοι Σοβιετικοί συγγραφείς που έβαλαν τη λέξη γκουλάγκ σε κάθε σπίτι της Δύσης.

 

Είναι οι τολμηροί επικριτές του σταλινισμού που, από διαφορετική πολιτική σκοπιά ο καθένας και με διαφορετικό στόχο, έριξαν φως με τα βιβλία τους στην κόλαση των σοβιετικών στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας, όπου μεταξύ 1918-1956 εξοντώθηκαν από το σταλινικό καθεστώς εκατομμύρια πολιτικοί κρατούμενοι που είχαν κατηγορηθεί ως «εχθροί του λαού». μεταξύ τους, κορυφαίοι διανοούμενοι, επιστήμονες, στρατιωτικοί ή συνεργάτες του Στάλιν, και μαζί εργάτες, αγρότες, τεχνίτες, κομματικοί και μη, αιχμάλωτοι πολέμου, γυναίκες και παιδιά.

 

Οι απίστευτες περιπέτειες αυτών των ανθρώπων σ' εκείνη την αλυσίδα από κάτεργα σπαρμένα στις παγωμένες εκτάσεις του βορρά, αλλά κι ολόκληρη η τρομερή εποχή τους, που διαμόρφωσε τον χάρτη του μεταπολεμικού κόσμου μέχρι το 1989, αποτυπώνονται με λεπτομέρειες που φέρνουν ναυτία στα μνημειώδη αυτοβιογραφικά έργα των Γκρόσμαν (1905-1964), Σολτζενίτσιν (1918-2008) και Σαλάμοφ (1907-1982), τα οποία πρωτοεκδόθηκαν στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’70 και επιτέλους τώρα μεταφράστηκαν για πρώτη φορά στα ελληνικά. Είναι αντίστοιχα, και με τη σειρά ολοκλήρωσής τους, το μυθιστόρημα Ζωή και Πεπρωμένο (μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Γκοβόστη 2013, 956 σελίδες), γραμμένο στο διάστημα 1952-1960 , ο Β' Τόμος του τρίτομου Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ (μτφρ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, εκδ. Πάπυρος 2013, 806 σελίδες), που γράφηκε το 1958-1968, και οι 145 Ιστορίες από την Κολιμά (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Ινδικτος Νοέμ. 2011, 1.965 σελίδες), που γράφονταν από το 1954 έως το 1973.

 

Οι τρεις συγγραφείς είχαν αγκαλιάσει την επανάσταση των μπολσεβίκων και δεν ήταν από την αρχή «κόκκινο πανί» για το σοβιετικό καθεστώς, τιμωρήθηκαν όμως σκληρά από αυτό. Επί Στάλιν, ο Σαλάμοφ πέρασε είκοσι χρόνια στο γκουλάγκ (1929-32, 1937-54) και ο Σολτζενίτσιν οκτώ (1945-53) , ενώ ο Γκρόσμαν φιμώθηκε επί Χρουστσόφ (η μυστική αστυνομία FSB επέστρεψε μόλις φέτος τα δακτυλόγραφά του στους συγγενείς του). Ετσι, η περίπτωσή τους αξιοποιήθηκε με ζήλο από την αντικομμουνιστική φιλολογία που είχε ήδη επιλέξει να επιβραβεύσει με το Νόμπελ, όχι τον καλύτερο ή τον πιο ταλαιπωρημένο συγγραφέα, αλλά τον πιο φιλικό της. Ηταν ο Σολτζενίτσιν ο οποίος τιμήθηκε ως αντισταλινικός το 1970 (για το Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, ένα βιβλίο του 1962 που είχε αξιοποιηθεί πολιτικά από τον Χρουστσόφ για την αποσταλινοποίηση) και εξελίχθηκε σε αγαπημένο του δυτικού κατεστημένου.

 

Από εκεί και πέρα, η κυκλοφορία στη Δύση, μέσα από περιπετειώδεις διαδρομές, κατά σειρά του Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ (1974), έπειτα του Ιστορίες από την Κολιμά (1978) και του Ζωή και Πεπρωμένο (1980), που αντιμετωπίστηκαν ως ντοκουμέντα και διαβάστηκαν ιδεολογικά, τροφοδότησε πολλές ψυχροπολεμικές αναλύσεις οι οποίες δεν ήθελαν να δουν τις αποχρώσεις αυτών των έργων.

 

Σήμερα, όμως, και τα τρία αυτά βιβλία προσφέρονται για μια διαφορετική ανάγνωση, πολύ πιο ουσιαστική. Επειδή χαρτογραφούν και ανατέμνουν «από μέσα», και με μοναδική οξυδέρκεια, τη σύγκρουση και τη συνεργασία, την οργή και τον φόβο, το δίκιο και το άδικο, που ορίζουν τη διασταύρωση της ανθρώπινης μονάδας με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και με την απολυταρχική εξουσία. Επειδή ακονίζουν την πολιτική συνείδηση του αναγνώστη. Επειδή αναδεικνύουν τη σημασία που έχει την ηθική διάσταση στην πολιτική πράξη.

 

Μια εποχή χωρίς αθώους

 

Το Ζωή και Πεπρωμένο είναι θεματικά η ευρύτερη σύνθεση, και παρακολουθεί τη σοβιετική κοινωνία του ’40, είκοσι χρόνια μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων, να έρχεται αντιμέτωπη με τη ναζιστική φρίκη και τον σταλινικό τρόμο και να χάνει όλες τις σταθερές της. Με αφετηρία την εισβολή των Γερμανών στην ΕΣΣΔ, η μεγάλη ιστορία εισβάλλει στις ζωές των μελών μιας οικογένειας, επηρεάζει καθοριστικά τη μικρή ιστορία του κάθε πρωταγωνιστή και βάζει σε δοκιμασία τις αρχές και τις αξίες της επανάστασης. Ο Γκρόσμαν, με λόγο άμεσο, γεμάτο διαλόγους και διάστικτο από λογοτεχνικές αναφορές μιας κοινής κεντροευρωπαϊκής κουλτούρας, παρουσιάζει πολυπρισματικά την εξέλιξη παράλληλων γεγονότων στα γκέτο των Εβραίων, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα στρατόπεδα εργασίας (χωρίς ποτέ να τα ταυτίζει). Και ταυτόχρονα αφουγκράζεται τις αγωνίες, τις αντιφάσεις και τη μεταστροφή των χαρακτήρων, αλλά δεν τους ζυγίζει, αφού «μεταξύ των ζωντανών δεν υπάρχουν αθώοι». Ετσι βλέπει τη σκιά των συμβιβασμών αλλά και τον έρωτα που αλλάζει πρόσωπα, ακούει τους μαχητές του Στάλινγκραντ να συγκρούονται με τη νομενκλατούρα, τους ασφαλίτες και τους κομισάριους που πέφτουν σε δυσμένεια, τους επιστήμονες που υποκλίνονται στο κόμμα και σπαράσσονται από συνειδησιακές κρίσεις, τις αστές που αλλάζουν προτεραιότητες, τους χαφιέδες που ελίσσονται. Και μυρίζει τον πνευματικό και ηθικό θάνατο. Το βιβλίο του διαβάζεται απνευστί, και δεν είναι τυχαίο ότι για πολλούς κριτικούς είναι «ο Πόλεμος και Ειρήνη του 20ού αιώνα».

 

Το κρίσιμο σταυροδρόμι

 

Το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ (στα βιβλία ΙΙΙ και ΙV του Β' τόμου) ρίχνει τον αναγνώστη στα βαθιά της ζωής στα στρατόπεδα εργασίας (η λέξη γκουλάγκ είναι το ακρωνύμιο για την κεντρική διοίκησή τους) και αποτυπώνει την πολιτική μεταστροφή του ίδιου του συγγραφέα του, ο οποίος θα εγκαταλείψει τα ιδανικά της επανάστασης. Η ματιά του είναι ιστορική, ηθικολογική και στρατευμένη, και καταγγέλλει τον παραλογισμό της κεντρικής εξουσίας (λ.χ. σχετικά με τη διάνοιξη από τους κρατούμενους της Διώρυγας Λευκής Θάλασσας-Βαλτικής, μήκους 227 χλμ., σε λιγότερο από δύο χρόνια). Παράλληλα, καταγράφει σε άπειρες εκδοχές την ωμότητα και την ανισότητα με την οποία αντιμετωπίζονταν οι κρατούμενοι, και περισσότερο οι γυναίκες, την απάνθρωπη καθημερινότητά τους, την πείνα και τις αρρώστιες που τους διέλυαν, τις τιμωρίες που τους επιβάλλονταν, τις σχέσεις τρόμου και φθόνου μεταξύ τους, τις απόπειρές τους να αποδράσουν ενώ οι αρχές «υποδαύλιζαν την εχθρότητα του τοπικού πληθυσμού» που τους κυνηγούσε για μερικά κιλά παστό ψάρι.

 

Το βιβλίο είναι ένας συνδυασμός χρονικού, μαρτυρίας, από δεκάδες κρατούμενους σε στρατόπεδα στη ΒΑ Σιβηρία και στις στέπες του Καζακστάν, (μονόπλευρης) έρευνας σε αρχεία και θεωρητικών σχολίων, με στοιχεία μαύρου χιούμορ, χωρίς όμως ιδιαίτερες λογοτεχνικές αρετές, και ο τόνος του συγγραφέα ταλαντεύεται μεταξύ πολεμικής και ειρωνείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι βάζει στο στόχαστρο τα πιο ονομαστά στελέχη και τους αγαπημένους διανοούμενους της σοβιετικής εξουσίας. (Εδώ ο αναγνώστης μπορεί να βρει πλήθος κουτσομπολιά ή σχόλια ακόμη και για τον Μανώλη Γλέζο.) Ιδιαίτερα φορτισμένη είναι η περιγραφή της επίσκεψης του Γκόρκι το 1929 στο στρατόπεδο των νήσων Σολοβκί, όπου οι κρατούμενοι τον περιμένουν «σαν τη γενική αμνηστία» για να καταγγείλει την αδικία και την αυθαιρεσία. Εκείνος όμως κλείνει τα μάτια και τα αυτιά του στις αλήθειες που του αποκαλύπτει ένας 14χρονος (που θα θανατωθεί) και εκθειάζει στο Βιβλίο Εντυπώσεων τους «ακάματους και οξυδερκείς φρουρούς της επανάστασης» που είναι συνάμα και «εξαιρετικά τολμηροί δημιουργοί του πολιτισμού». Για τον Σολτζενίτσιν ο ένοχος δεν είναι ο σταλινισμός αλλά η ίδια η ιδεολογία των μπολσεβίκων. Και στο τελευταίο μέρος του τόμου δηλώνει απροκάλυπτα: «Είναι το μεγάλο σταυροδρόμι της ζωής, το στρατόπεδο. (…) Διαλέγεις να πας προς τ’ αριστερά – θα χάσεις τη ζωή σου. Διαλέγεις να πας προς τα δεξιά – θα χάσεις τη συνείδησή σου. Η εντολή που δίνεις στον εαυτό σου -“να επιβιώσεις”- είναι η μοναδική έκλαμψη του ζωντανού ανθρώπου. Απλά, όμως, το “να ζήσεις” δεν σημαίνει ότι πρέπει να το κάνεις με οποιοδήποτε κόστος. (…) Ας ομολογήσουμε την αλήθεια: μόνο ένα μικρό μέρος παίρνει τον δρόμο προς τα δεξιά. Φευ, όχι οι περισσότεροι. Αλλά ευτυχώς δεν είναι λίγοι. Είναι πολλοί, επειδή επέλεξαν να μείνουν άνθρωποι».

 

Οργή, το έσχατο συναίσθημα

 

Οι Ιστορίες από την Κολιμά (που πρωτοκυκλοφόρησαν στα ελληνικά στα τέλη του 2011) είναι ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο και ταυτόχρονα ένα έργο υψηλής λογοτεχνίας, με φράσεις κοφτές, σαν χαστούκια στη συνείδηση του αναγνώστη. Ο Σαλάμοφ στρέφει τον μεγεθυντικό του φακό όχι πια στο σταλινικό σωφρονιστικό σύστημα, όπως κάνει ο Σολτζενίτσιν, αλλά στον άνθρωπο, στον ψυχισμό του, στις ηθικές αντοχές του, στα όριά του. «Το έσχατο ανθρώπινο συναίσθημα», σημειώνει, «αυτό που είναι πιο κοντά στα κόκαλα, δεν ήταν η αδιαφορία αλλά η οργή».

 

Στο στρατόπεδο της Κολιμά, στις εσχατιές της βόρειας Απω Ανατολής, όπου υπήρχαν ορυχεία χρυσού, οι κατάδικοι ήταν σκλάβοι, αναλώσιμοι και εργάζονταν σε απάνθρωπες καιρικές και κανονιστικές συνθήκες, ξένοι μεταξύ τους, τόσο ώστε να συνεννοούνται επί χρόνια με όχι παραπάνω από «δυο δεκάδες λέξεις». Ηταν εκείνοι που «έπρεπε να εξοντωθούν επειδή από τη ρωσική ιστορία των τελευταίων χρόνων θυμούνταν ό,τι δεν έπρεπε να θυμούνται». Οι δεκάδες ήρωες του βιβλίου είναι πρόσωπα υπαρκτά που συνάντησε ο συγγραφέας: θύτες που γίνονταν θύματα, και θύματα μπερδεμένα και τρομοκρατημένα που γίνονταν δήμιοι προκειμένου να επιβιώσουν (οι δολοφόνοι αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονόματα). «Οι ιστορίες μου», είχε σημειώσει ο ίδιος, «συνιστούν οδηγίες για το πώς να δρα κανείς μέσα στο πλήθος. Να είναι όχι απλώς λιγάκι αριστερότερα απ’ τ’ αριστερά, μα ακόμα περισσότερο αληθινός απ’ την αλήθεια. Για το αίμα που είναι αληθές και ανώνυμο».

 

Εμπειρίες καθοριστικές

 

Οι μετεπαναστατικές εμπειρίες που έζησαν οι τρεις συγγραφείς υπήρξαν καθοριστικές για την πορεία τους. Ο διανοούμενος Γκρόσμαν, γιος μενσεβίκου, αναγνωρισμένος συγγραφέας της κομματικής ορθοδοξίας και δημοφιλής πολεμικός ανταποκριτής του Κόκκινου Στρατού, ο οποίος έζησε το Στάλινγκραντ, συγκλονίστηκε από τη ναζιστική θηριωδία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου χάθηκε και η μάνα του. Κι έτσι «έγινε» Εβραίος μετά τον πόλεμο, με την έννοια του ακραιφνούς υπερασπιστή της αλήθειας και της ελευθερίας και του πολέμιου κάθε ολοκληρωτικής εξουσίας. Πέθανε νωρίς, νικημένος και καταθλιπτικός, χωρίς όμως -όπως φαίνεται και από τις αγωνίες των ηρώων του- να εγκαταλείψει ποτέ το όραμα της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ο Σαλάμοφ, πολλά υποσχόμενος ποιητής που κέρδισε τον ρητό θαυμασμό του Παστερνάκ, καταδικάστηκε στα 29 του για αντεπαναστατική τροτσκιστική δράση και αποκαταστάθηκε το 1956, μετά την επιστροφή του από την Κολιμά. Τότε άρχισε να συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά αλλά είχε πια γίνει ακοινώνητος και η υγεία του ήταν τσακισμένη. «Συμμετείχα κι εγώ», θα γράψει, «σε μια χαμένη μάχη για πραγματική ανανέωση της ζωής». Από τη μεριά του, ο μακροβιότερος, ο Σολτζενίτσιν, που είχε παρασημοφορηθεί από τον Κόκκινο Στρατό, βίωσε το γκουλάγκ ως συστημικό ελάττωμα της σοβιετικής πολιτικής κουλτούρας (ερμηνεία που ενόχλησε αρκετούς «αντιφρονούντες» συγγραφείς) και αρνήθηκε τον μαρξισμό για να στραφεί προς τον πανσλαβισμό και τη θρησκεία. Στις ΗΠΑ, όπου έζησε μεταξύ 1974-1994, ανέπτυξε εθνικιστικές απόψεις με τις οποίες και επέστρεψε στη Ρωσία. Ο Σαλάμοφ, με τον οποίο αλληλογραφούσε στις αρχές του ’60, τον κατηγόρησε ότι έγινε «το όπλο του Ψυχρού Πολέμου».

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Το ψωμί του ποιητή

 

Ο Οσιπ Μαντελστάμ πεθαίνει το 1938 στο κάτεργο της Κολιμά. Το 1958 ο Βαρλάμ Σαλάμοφ περιγράφει αλλά και αναστοχάζεται το αργό τέλος του στην ιστορία με τίτλο «Τσέρι-μπράντι». Ο μεγαλύτερος, όπως είπαν, Ρώσος ποιητής του 20ού αιώνα είναι ξαπλωμένος, εξαντλημένος, αποστεωμένος και συνειδητοποιεί την ύστατη αλήθεια: ότι «δεν ζούσε για χάρη της ποίησης, ζούσε μέσω της ποίησης». Εκείνη την ώρα τού δίνουν την ημερήσια μερίδα του από ψωμί. «Δάγκωσε το ψωμί με τα σκορβουτιασμένα δόντια του, τα ούλα του αιμορραγούσαν, τα δόντια κουνιούνταν αλλά δεν ένιωθε πόνο. Το πίεζε με όλες του τις δυνάμεις στο στόμα, έσπρωχνε το ψωμί στο στόμα, το πιπίλιζε, το έκοβε, το γριτσάνιζε…». Το βράδυ πεθαίνει, όμως οι εφευρετικοί διπλανοί του καταφέρνουν «να παίρνουν για δύο εικοσιτετράωρα το ψωμί του νεκρού».

 

[email protected]

 

Scroll to top