Pin It

ΠΕΤΡΟΣ Θ. ΠΙΖΑΝΙΑΣΤου Πέτρου Θ. Πιζάνια*

 

Παλαιότερα οι επαναστάτες δεν ήταν καιροσκόποι και ο διεθνισμός τους είχε λόγο ύπαρξης και κοινωνικά θεμέλια. Παρά ταύτα, όταν συγκρούονταν για ζητήματα στρατηγικής δεν δίσταζαν να θέσουν ζητήματα έθνους και εθνικής ολοκλήρωσης θεμελιώνοντας μάλιστα την ανάλυσή τους σε γενικές ιστορικές ερμηνείες. Αν και με επιστημονικά ελλειμματική ιστορική ανάλυση –αλλά με στοχαστικότητα άγνωστη σε πολλούς σήμερα-, αρκετοί κομμουνιστές το 1933 ξεκίνησαν μια διαμάχη για τη στρατηγική του ΚΚΕ, της οποίας τα επιχειρήματα θεμελιώνονταν στην ελληνική ιστορία. Το κίνητρο ήταν η μετάβαση από τη στρατηγική της Τρίτης Διεθνούς, «τάξη εναντίον τάξης», σε εκείνη των εθνικών «λαϊκών μετώπων», από την οποία προέκυψαν οι αντίστοιχες κυβερνήσεις στην Ευρώπη και το ΕΑΜ. Κατά τη διαμάχη διαμορφώθηκαν δύο τάσεις: η απευθείας μετάβαση στον σοσιαλισμό με βάση την ιστορική αιτιολόγηση ότι ο εθνικός καπιταλισμός είχε ολοκληρωθεί στην Ελλάδα∙ και η αντίθετη, το πέρασμα σε ένα προκαταρκτικό στάδιο όπου το ΚΚΕ με τις ανάλογες συμμαχίες θα αναλάμβανε την ολοκλήρωση της εθνικής και αστικής συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας διότι δεν είχε συντελεστεί.

 

Μπορεί όλα αυτά σήμερα να φαντάζουν και να είναι απλοϊκά. Ομως το ζων στοιχείο της ιστορίας αυτής είναι ο τρόπος της διαμάχης, δηλαδή η στοχαστικότητα και η γενική καλλιέργεια που χαρακτήριζαν τότε τους λόγους και τα επιχειρήματα για τη διαμόρφωση της στρατηγικής, καθώς και η ιδιαιτέρως ουσιαστική πολιτικοποίηση. Σήμερα και ειδικότερα σε ό,τι αφορά το εθνικό κράτος και τις αντίστοιχες κοινωνίες, οι κόκκινοι αντιεθνικιστικές, που επιπολάζουν εντός και εκτός στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, αντιπαραθέτουν στην εθνική στρατηγική που τείνει να διαμορφώσει το κόμμα την κατ' αυτούς αναγκαία αλλά και αποκλειστική κοινωνική στρατηγική υπέρ των αδυνάτων, την οποία θεωρούν ως τη μόνη αυθεντικά αριστερή.

 

Οι κόκκινοι αντιεθνικιστές συναντιούνται ιδεολογικά με τους ροζ φιλελεύθερους της μεταμοντέρνας αφήγησης και της πολυπολιτισμικότητας. Με τη ροζ ιδεολογία αυτή διευκολύνουν τον θρυμματισμό των μέγιστων κοινωνικών υποκειμένων και των αντίστοιχων ιστορικά κατοχυρωμένων θεμελιωδών αξιών, σε απειράριθμες ομαδούλες (τις αποκαλούν πομπωδώς δίκτυα ή κινήματα) διεκδίκησης εξειδικευμένων δικαιωμάτων, ομάδες που αδιαφορούν για το κοινωνικό σύνολο αλλά και η μία για την άλλη. Συνακόλουθα προπαγανδίζουν την ελευθερία όχι ως μείζονα αξία για τους πάντες, αλλά ως ατομική υπόθεση του καθενός, πλησιάζοντας εντέλει ανεπίγνωστα τη βασική ιδέα του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού για την πλανητική και χωρίς όρους κυκλοφορία του ιδιωτικού κεφαλαίου διά μέσου των εθνικών κρατών. Πρόκειται για κατάλοιπα της δεκαετίας του ’90 και των αρχών του 21ου αιώνα, τους εκφραστές των οποίων στα καθ' ημάς αποκαλούμε συνοπτικά σημιτικούς. Τα λεγόμενά τους εναντίον του έθνους και η περιφρόνηση έναντι της εθνικής και της λαϊκής κυριαρχίας είναι απλοϊκά όσο και επιπόλαια. (Για παράδειγμα, πρόσφατα ένας εκπρόσωπός τους, ο συμπαθής καθηγητής ιστορίας Α. Λιάκος, ανακάλυψε πως η Πηνελόπη Δέλτα έβαζε λογοτεχνικές μπουγάδες για να ξεπλένει το ελληνικό έθνος από τα ανομήματά του, καθιστώντας προφανές πως μικρός δεν διάβαζε παρά μόνο Μικρή Λουλού και Σημίτη.) Δίπλα στους παραπάνω δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τη χονδροειδέστατη ιδεολογική στρεψοδικία του ΚΚΕ, με την οποία εμφανίζεται να ομνύει βερμπαλιστικά σε μια απίθανη επανάσταση, ασκώντας εμπράκτως τον πολιτικό ρόλο της πέμπτης φάλαγγας σε βάρος της Αριστεράς.

 

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που κυριαρχεί σήμερα δεν αποτελεί μόνο οικονομικό φαινόμενο, αλλά συνοδεύεται και από επίθεση στα εν γένει ατομικά, εργασιακά και πολιτικά δικαιώματα των λαών – όπως και αν αντιληφθεί κανείς τον λαό, είτε ως υποστασιοποίηση της δημοκρατίας είτε ως γενική κοινωνική κατηγορία. Τόσο οι ροζ όσο και οι κόκκινοι αντιεθνικιστές -και εφόσον μπορούν να ξεπεράσουν το απλοϊκό δίλημμα μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής δημοκρατίας- θα πρέπει να διερωτηθούν για τους θεσμούς θεμελίωσης των ατομικών, εργασιακών και πολιτικών δικαιωμάτων των λαών. Η απάντησή μας γυρίζει ξανά στα ζητήματα του έθνους και ακριβέστερα του εθνικού κράτους. Δεν υπάρχει άλλος θεσμός ισχύος εκτός από το εθνικό κράτος που να εγγυάται όλα τα ιστορικά δικαιώματα, ακόμη και τον ίδιο τον θεσμό του πολίτη. Οι διεθνείς θεσμοί, όπως ο ΟΗΕ, και οι διεθνικοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, δεν απέτρεψαν ούτε τα δεκάδες πραξικοπήματα ούτε τους πολέμους. Επιπλέον, τα τελευταία τριάντα χρόνια, την περίοδο της ανόδου και της επικυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, η στήριξη της δημοκρατίας και των συναφών δικαιωμάτων γίνεται στους κόλπους αυτών των διεθνών θεσμών όλο και περισσότερο βερμπαλιστική, προσθέτοντας έτσι το καθήκον για την υποστήριξή δημοκρατίας και δικαιωμάτων στην Αριστερά.

 

Οι τρεις παραπάνω ιδεολογικές εκδοχές μπορεί ρητορικά να αντιτίθενται τόσο στη διαρκή συρρίκνωση της δημοκρατίας όσο και στη δεινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά οι ιδεολογικές εμμονές τους μαζί με τις κομματικές ιδιοτέλειες τούς απαγορεύουν να αντιληφθούν την πολιτική σημασία της σημερινής κατάστασης των πραγμάτων. Να αντιληφθούν δηλαδή τη σημασία της κατάλυσης της πολιτικής κυριαρχίας της χώρας και τη μερική ακύρωση της λαϊκής κυριαρχίας∙ τη διάλυση ενός ήδη προβληματικού κράτους εν γένει και ειδικότερα του κοινωνικού υπέρ των ισχυρών ελίτ, ελληνικών και ευρωπαϊκών, ιδίως γερμανικών∙ τον άκρως προβληματικό χαρακτήρα της Δικαιοσύνης, που αφήνει έκθετους τους πλέον αδύναμους κοινωνικά∙ αγνοούν επίσης τον διαταξικό χαρακτήρα της οικονομικής καταστροφής που έχουν προκαλέσει οι πολιτικές της λιτότητας υπέρ εγχώριων και ξένων ισχυρών.

 

Με δεδομένο ότι η ανόρθωση της χώρας εξαρτάται από την πολιτική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, θέλω να τονίσω πως η στρατηγική του κόμματος δεν μπορεί να διαμορφώνεται από ιδεολογικές φαντασιώσεις μεταμοντέρνων ροζ ή κόκκινων. Η ανόρθωση της χώρας δεν μπορεί παρά να είναι ταυτοχρόνως εθνική, κοινωνική και οικονομική, απλά και μόνο επειδή τα κρισιμότερα σημερινά προβλήματα της χώρας διαρθρώνονται έτσι και είναι αλληλεξαρτώμενα. Με δυο λόγια, η ανεύρεση της ισορροπίας μεταξύ ισότητας, ελευθερίας και κοινωνικής αλληλεγγύης είναι ξανά στρατηγικό πολιτικό ζητούμενο για την Αριστερά.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο

 

Scroll to top