19/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

«Η ζωή θέλει να ζήσει»

Χρήστος Οικονόμου «Το καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα» Διηγήματα. Εκδόσεις Πόλις, σ. .
      Pin It

Χρήστος Οικονόμου
«Το καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα»
Διηγήματα.
Εκδόσεις Πόλις, σ. 167

 

Του Γιάννη Τσίρμπα

 

Στο προηγούμενο βιβλίο του ο Χρήστος Οικονόμου («Κάτι θα γίνει θα δεις», Πόλις, 2010, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2011) φώτισε συγκινητικά και λιτά, με έμπειρο αφηγηματικό χέρι, ιστορίες ανθρώπων από τις υποβαθμισμένες γειτονιές του Πειραιά που βίωναν μια κρίση πολύπλευρα υπαρξιακή, η οποία είχε βέβαια ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν από την «επίσημη» έλευσή της.

 

«Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα», το νέο βιβλίο του, συνεχίζει, με την ίδια οξυδέρκεια και ευαισθησία, αλλά σε ένα μετατοπισμένο κάδρο, το νήμα της αφήγησης ανθρώπων που βρίσκονται σε πτώση και μάχονται μόνοι τους, συνήθως ατελέσφορα.

 

Το βιβλίο απαρτίζεται από τέσσερα μεγάλα διηγήματα που εκτυλίσσονται σε ένα νησί του Αιγαίου στην Ελλάδα της κρίσης. Εκεί έχει συρρεύσει μεγάλος αριθμός εσωτερικών μεταναστών, τους οποίους οι ντόπιοι αποκαλούν «ξενομπάτηδες», ενώ αυτοί με τη σειρά τους αποκαλούν τους αυτόχθονες «αρουραίους».

 

Αρουραίοι και ξενομπάτηδες βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση, με τους πρώτους συνήθως να εκμεταλλεύονται, να εξουσιάζουν και να ασκούν βία στους δεύτερους, οι οποίοι προσπαθούν να επιβιώσουν άλλοτε αντιστεκόμενοι άλλοτε υποτασσόμενοι, συνήθως φοβισμένοι και σχεδόν πάντα ονειρευόμενοι ένα καλύτερο αύριο.

 

Το γεγονός ότι το νησί δεν κατονομάζεται, παρά την πληθώρα τοπωνυμίων που κάνουν την αφήγηση ρεαλιστική, σε συνδυασμό με την αρχική συνθήκη της μαζικής εσωτερικής μετανάστευσης, με προέλευση κυρίως την Αθήνα, δίνουν μια ερεθιστική «μελλοντολογική» αύρα στα διηγήματα, τα οποία κατά τα λοιπά αποτελούν ιστορίες γειωμένες στο σήμερα.

 

Στο πρώτο διήγημα, ο αναγνώστης εισάγεται στον κόσμο του νησιού και στους πρωταγωνιστές όχι μόνο του συγκεκριμένου αλλά και των επόμενων διηγημάτων.

 

Ετσι, ο κομπάρσος ενός διηγήματος μπορεί να αναδυθεί ως πρωταγωνιστής στο επόμενο, ενώ, ιστορία την ιστορία, ο καμβάς του νησιού ως μιας αναγκαστικής εξορίας, μιας φυλακής για τους ετερόχθονες (ίσως τελικά και για τους προνομιούχους αυτόχθονες) σχηματίζεται ολοένα και καθαρότερος.

 

Το αφηγηματικό εύρημα συμπληρώνεται από τη φράση του τίτλου του βιβλίου, η οποία, εκτός από το ότι αποτελεί τον τίτλο ενός από τα διηγήματα, επαναλαμβάνεται και σε κάθε ένα από τα υπόλοιπα, έχοντας πάντα μια λειτουργική θέση.

 

Μ’ αυτόν τον τρόπο, περνάμε από τον Τάσο, τον ήρωα που κανείς δεν στηρίζει στο μοναχικό του αγώνα για περισσότερη δικαιοσύνη όσο ζει, αλλά όλοι θα ήθελαν να είχε πεθάνει περισσότερο ηρωικά για να τους εμπνεύσει, στον Χρόνη, τον ανάπηρο αντιεξουσιαστή-στοχαστή-ποιητή («ποιητής του καροτσίου, μα το πουλί δεν κάνει τσίου») που έχει για κατοικίδιο έναν σκορπιό και παίρνει μια υπόθεση απονομής δικαιοσύνης στα χέρια του. Τη σκυτάλη παίρνει ένας τραγικός πατέρας που μάθαινε στο γιο του να αγαπάει τα λεφτά, τον έχασε ακριβώς γι' αυτό τον λόγο και τον ψάχνει στα μυθικά υπόγεια περάσματα του νησιού, βάζοντας κάθε τόσο το αυτί του στο έδαφος και φωνάζοντας το όνομά του μήπως και τον ακούσει, ενώ ο κύκλος κλείνει με ένα ερωτευμένο ζευγάρι που προσπάθησε να κάνει μια καινούρια αρχή, χωρίς, όμως, να λογαριάσει το αμείλικτο status quo των «αρουραίων».

 

Είναι αξιοσημείωτο το πόσο έχει αφομοιώσει ο συγγραφέας την ελληνική κοινωνία, με τις αντιφάσεις, τις εντάσεις, τις αδικίες, την απελπισία και τα όνειρά της και πώς καταφέρνει όλα αυτά να τα μετουσιώσει σε πειστική και ερεθιστική αφήγηση. Ο Οικονόμου δίνει την εντύπωση ότι ζει μέσα στις ιστορίες του και αυτό ακριβώς μεταδίδεται τελικά και στον αναγνώστη του. Δεν τις φτιασιδώνει, δεν στοχάζεται εμφανώς «περί λογοτεχνίας», δεν παίζει με τη φόρμα, παρ' όλο που το βιβλίο του και πρόταση περί μιας ζώσας λογοτεχνίας κομίζει, και ενδιαφέρον από άποψη φόρμας είναι. Κυρίως, όμως, ο Οικονόμου και οι ήρωές του στοχάζονται περί της ζωής, της κοινωνίας, της ανθρώπινης φύσης και της ελληνικότητας, ψάχνοντας να βρουν απαντήσεις.

 

Βλέπουμε στις ιστορίες του, άλλοτε ρητά και άλλοτε συμβολικά ή αλληγορικά, τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας σήμερα: συνωμοσιολογίες, φαγωμάρα, ρατσισμός, εκμετάλλευση, ανισότητες, απελπισία των αδύναμων απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία, αλλά και η έννοια του «άλλου», του «ξένου». «Γαμωελλάδα δεν είναι κι εδώ πέρα;» αναφωνεί κάποια στιγμή απελπισμένος ένας ήρωας του βιβλίου, για να του απαντήσει η γυναίκα του: «Ελλάδα είναι, αλλά εσύ έχεις ανάγκη και όποιος έχει ανάγκη παντού ξένος είναι».

 

Τελικώς, το βιβλίο του Οικονόμου μάς θυμίζει ξανά πόσο σημαντικό είναι η λογοτεχνία να αναμετριέται όχι μόνο με τον εαυτό της, σε μια αυτοαναφορική μάχη, αλλά και με την εποχή της, προσπαθώντας να σημαίνει κάτι.

 

Βέβαια, όπως σε κάθε απαιτητικό έργο, δεν θα βρει κανείς ξεκάθαρες απαντήσεις, ούτε εύκολες λύσεις, δεν διατηρεί την παραμικρή βεβαιότητα ότι, όντως, «το καλό θα έρθει από τη θάλασσα» ή από οπουδήποτε αλλού. Αυτό, όμως, που σίγουρα κρατάει και διαπνέει το βιβλίο, από την αρχή ώς το τέλος το εκφράζει μια ηρωίδα του: «Δεν υπάρχει κανένα μυστικό, η ζωή θέλει να ζήσει. Αυτό είναι όλο».

 

Scroll to top