17/12/12 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η μέρα που ο Αδάμ ντύθηκε Κάιν

      Pin It

Του Γιώργου Τσιάρα

 

Φταίει άραγε η υπερπροστατευτική μητέρα του; Τα άλλα παιδιά, που τον κορόιδευαν όταν μιλούσε; Τα βίαια βιντεοπαιχνίδια και η πολλή τηλεόραση; Ή μήπως απλά το γεγονός ότι μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο τουφέκια και πιστόλια; Μικρή σημασία έχει: ο 20χρονος Ανταμ Λάνζα, με πλήρη εξοπλισμό μάχης, ένα ημιαυτόματο πολεμικό τυφέκιο και δύο πιστόλια, έγινε το πρωί της Παρασκευής ο Αγγελος Εξολοθρευτής τής πιο θανατηφόρας σχολικής σφαγής στην αμερικανική ιστορία –ώς την επόμενη.

 

Τελικά, σκότωσε 20 εξάχρονα και επτάχρονα παιδιά -12 κορίτσια, 8 αγόρια- και έξι γυναίκες στο δημοτικό σχολείο όπου εργαζόταν η δασκάλα μητέρα του, την οποία είχε δολοφονήσει από νωρίτερα, στο σπίτι. Για σιγουριά, κάθε παιδί το πυροβόλησε πολλές φορές -ως και 11 τραύματα μέτρησε ο ιατροδικαστής. Κατόπιν, έστρεψε την κάννη στον εαυτό του.

 

Ο πατέρας του τούς είχε παρατήσει το 2008: η μάνα του, η Νάνσι, περιγράφεται ως υπερπροστατευτική και συγκεντρωτική, που ήθελε να ελέγχει τα πάντα γύρω από τις ζωές των δύο γιων της και τους πίεζε ασφυκτικά. Η Νάνσι αγαπούσε επίσης πολύ τα όπλα: ο γείτονάς της, Νταν Χολμς, δήλωσε ότι η Νάνσι Λάνζα ήταν «φανατική συλλέκτρια» πυροβόλων όπλων και ότι πήγαινε συχνά για σκοποβολή με τα παιδιά της. Για ασφάλεια, φυσικά. Ενα «χόμπι» που τελικά πλήρωσε όχι μόνο με τη ζωή της, αλλά και με τις ζωές 26 ακόμη αθώων.

 

Αυτό που προκαλεί περισσότερο τρόμο στα ρεπορτάζ από τις ΗΠΑ δεν είναι οι κινηματογραφικές περιγραφές της σφαγής, αλλά η ηρεμία με την οποία τόσοι άνθρωποι, σε αυτή τη μικρή, σχετικά πλούσια πόλη των 27.000 κατοίκων, λένε πως το μακελειό ήταν περίπου αναμενόμενο, πως κανένας τους δεν ένιωσε έκπληξη όταν το έμαθε: «Ολοι είπαν πως πάντα έμοιαζε με κάποιον που θα μπορούσε να το κάνει αυτό, γιατί δεν είχε επαφή ούτε με το σχολείο μας ούτε με την πόλη. Δεν τον είδα ποτέ μου με κάποιον άλλον. Δεν θυμάμαι ούτε έναν άνθρωπο που να έχει σχέσεις μαζί του» τόνισε μια πρώην συμμαθήτριά του στους New York Times.

 

Ο πραγματικός εχθρός των ΗΠΑ, αυτός που σκοτώνει την ψυχή τους και απειλεί το μέλλον τους, δεν λέγεται ούτε Σαντάμ ούτε Οσάμα. Είναι ο μικρός Ανταμ -ο χλομός, περίεργος και πάντα νευρικός και αμήχανος πιτσιρικάς της διπλανής πόρτας. Ο απροσάρμοστος, ο απόκληρος με τη διαλυμένη οικογένεια, που κανείς δεν τον έκανε παρέα στο σχολείο. Ο ψηλόλιγνος νεαρός που, αν και εμφανώς «σαλταρισμένος», ποτέ δεν τράβηξε την προσοχή των γύρω του. Το παιδί που μεγάλωσε σε ένα πανέμορφο διώροφο σπίτι με πισίνα και όλα τα κομφόρ –ένα σπίτι γεμάτο όπλα και σφαίρες.

 

Και αυτός που, τελικά, ένα πρωί Παρασκευής, και ενώ σε όλη τη σύντομη ζωή του φαίνεται πως απέφευγε τους άλλους ανθρώπους, έκανε το αδιανόητο: ζώστηκε τα κουμπούρια του και όχι μόνο εκτέλεσε τη μάνα του, αλλά είπε στη συνέχεια να εκτελέσει και μια τάξη παιδάκια, προτού αυτοκτονήσει.

 

Κροκοδείλια δάκρυα

 

Δάκρυσε, λέει, ξανά ο Ομπάμα όταν το έμαθε – όπως είχε κάνει και πριν από λίγο καιρό, όταν ο προηγούμενος «ψυχάκιας», ντυμένος Τζόκερ, μπουκάρισε πάνοπλος στο σινεμά της Ορόρα, στο Κολοράντο. Και πως με μαθηματική βεβαιότητα θα ξανακάνει στο επόμενο μακελειό, σε κάποιο άλλο σχολείο ή πολυκατάστημα. Τα δάκρυα είναι τζάμπα` για την ταμπακιέρα της οπλοκατοχής, καμία δέσμευση.

 

Για το πανίσχυρο λόμπι των όπλων, καμιά ουσιαστική αναφορά. Ο πρόεδρος είναι προσεκτικός σε αυτά, δεν θέλει να τα βάζει με τους λάθος ανθρώπους, μέρες που είναι. Αρκετούς μπελάδες έχει με το τεράστιο έλλειμμα, τους μακρινούς πολέμους, την ανεργία –τη «λυπητερή» των οποίων θα κληθεί να πληρώσει όχι μόνο η χαμένη γενιά του Ανταμ, αλλά και εκατομμύρια ακόμη αγέννητα παιδιά.

 

Ετσι, το μόνο που βρήκε να πει ο πρόεδρος ήταν πως «πρέπει τώρα να αναλάβουμε ουσιώδη δράση, ανοίγοντας τη συζήτηση για ένα από τα πιο καυτά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα στις ΗΠΑ, αυτό της οπλοκατοχής, που συνδέεται με ισχυρά συμφέροντα».

 

Κι αυτό ήταν όλο. Εκεί εξαντλήθηκε η τόλμη και η προσποιητή «αγανάκτηση» του ισχυρότερου πολιτικού στον κόσμο, με τη φρεσκότερη λαϊκή εντολή. Κατά τα άλλα, business as usual. Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά και η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου: «H σημερινή ημέρα δεν προσφέρεται για δημόσια συζήτηση περί ελέγχου της οπλοφορίας».

 

Μαζί με τον πρόεδρο δάκρυσαν φυσικά και χιλιάδες από τα γνωστά celebrities του Χόλιγουντ και της ιλουστρασιόν δημοσιογραφίας των ΗΠΑ. «Το ποτήρι ξεχείλισε», είναι το μήνυμα που –δήθεν- στέλνουν οι «προσωπικότητες», απαιτώντας για άλλη μια φορά να υπάρξει αυστηρότερη νομοθεσία για την απόκτηση πυροβόλων όπλων. Ποτάμι και οι εκδηλώσεις οργής και συγκίνησης στα (anti-)social media, με εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες να απαιτούν λύση εδώ και τώρα και να αναρωτιούνται «WTF» – What the Fuck, Γιατί, Γαμώτο;

 

Οργή στο πληκτρολόγιο, βέβαια` γιατί στην πραγματική διαμαρτυρία έξω από τον Λευκό Οίκο, το βράδυ της Παρασκευής, ήταν δεν ήταν εκατό ακτιβιστές κατά της οπλοκατοχής και μέλη της οργάνωσης «Στοπ στη βία των όπλων». Κι εκεί, τα γνωστά: κεριά και προσευχές για τους πεθαμένους, κατάρες και λογύδρια για τους οπλοφόρους. Τα βράδια, μετά την προσευχή για τα χαμένα παιδιά, εκατομμύρια Αμερικανοί εξακολουθούν να κοιμούνται ήσυχοι, έχοντας κοντά τους ένα γεμάτο πιστόλι. Είναι, βλέπετε, ζήτημα ασφαλείας.

 

Ο «εχθρός» της διπλανής πόρτας

 

«A well-regulated Militia, being necessary to the security of a free State, the right of the people to keep and bear Arms, shall not be infringed» («Δεδομένου ότι μια σωστά οργανωμένη Πολιτοφυλακή είναι απαραίτητη για την ασφάλεια μιας ελεύθερης Πολιτείας, το δικαίωμα των ανθρώπων να κατέχουν και να φέρουν όπλα είναι απαραβίαστο»), αναφέρει η περιβόητη Δεύτερη Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος, για χάρη της οποίας τόσες μανούλες κλαίνε από το 1791 και δώθε.

 

Για να αλλάξει, θα πρέπει να αρθεί πρώτα από τουλάχιστον 38 Πολιτείες και, στη συνέχεια, η απόφαση να επικυρωθεί από τα 2/3 του Κογκρέσου, που φυσικά είναι γεμάτο από εκλεκτούς του στρατο-βιομηχανικού λόμπι -και φυσικά του κατ' εξοχήν Λόμπι των Οπλων, γνωστού και ως National Rifle Association (NRA).

 

Και το κακό είναι πως οι Αμερικανοί αγαπάνε πολύ τα όπλα τους. Πουθενά αλλού δεν είναι τόσο ανεπτυγμένη η κουλτούρα των όπλων. Και μπορεί να κλαίνε όσο θέλουν για τα χαμένα παιδιά ύστερα από κάθε καινούργια τραγωδία τύπου Κολουμπάιν, Βιρτζίνια Τεκ ή Ορόρα, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα, αφού όλα τα παραπάνω τραγικά περιστατικά δεν επηρέασαν τελικά ούτε κατ' ελάχιστον την άποψη που έχουν οι πολίτες για την οπλοκατοχή.

 

Ολες οι δημοσκοπήσεις από το 1990 και μετά δείχνουν πως οι πολίτες στις ΗΠΑ απαντούν αρνητικά στο ενδεχόμενο αυστηρότερης νομοθεσίας, ενώ και το Ανώτατο Δικαστήριο απαγόρευσε σε προοδευτικές πόλεις, όπως το Σαν Φρανσίσκο, να επιβάλουν τους δικούς τους τοπικούς περιορισμούς στην πώληση όπλων και πυρομαχικών.

 

Ακόμη και προσπάθειες μεμονωμένων πολιτειών, να μπλοκάρουν έστω την πώληση αυτόματων όπλων, εμποδίστηκαν στο όνομα της συνταγματικής ελευθερίας. Το γεγονός ότι έντεκα από τις 20 χειρότερες επιθέσεις αυτού του είδους παγκοσμίως έχουν συμβεί στις ΗΠΑ, και ότι από τις επιθέσεις αυτές οι επτά έχουν συμβεί μετά το 2007, προφανώς δεν προβληματίζει κανέναν.

Scroll to top