Pin It

Της Εφης Μαρίνου

 

«Η μαύρη κωμωδία ενός κόσμου υπό… διάλυση». Ετσι συστήνεται η «Καύση», το πρώτο θεατρικό που γράφει και σκηνοθετεί ο κινηματογραφιστής Στράτος Τζίτζης, γνωστός μας από τις ταινίες «Σώσε με» και «45 m2», στο θέατρο «Ολβιο».

 

Μια παρέα πέντε ατόμων μαζεύεται σ' ένα σπίτι, όπου έχει πεθάνει κάποιος δικός τους. Ενώ το κέντρο της πόλης «καίγεται» από ταραχές, αυτοί κλεισμένοι στο σπίτι δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το πώς θα τον θάψουν. Ο καθένας επιθυμεί διαφορετικό τρόπο ταφής: άλλος την καύση, άλλος κηδεία χριστιανική, άλλος πολιτική, άλλος σκάβει στον κήπο του σπιτιού… Στο μεταξύ το πτώμα σαπίζει στον πάνω όροφο και η μυρωδιά διαχέεται πια παντού. Αλλά οι πέντε φίλοι επιμένουν να διαφωνούν τρώγοντας και πίνοντας…

 

Ο Στράτος Τζίτζης εμπνεύστηκε το έργο ενώ βρισκόταν στο Βερολίνο την περίοδο των ταραχών στην Αθήνα.

 

«Πιστεύω στην προσωπική ευθύνη»

 

«Δούλευα το σενάριο για μια ελληνογερμανική παραγωγή. Είχε ήδη ξεσπάσει η κρίση στην Ελλάδα και είχε υπογραφεί το πρώτο μνημόνιο. Ο εμπρησμός της Marfin άναψε κυριολεκτικά το σύστημα επικοινωνίας μου με την Ελλάδα. Ενιωθα επιτακτική την ανάγκη να εκφράσω αυτά που σκεφτόμουν. Βρισκόμουν συνεχώς μπροστά σ' έναν υπολογιστή. Θεωρούσα τουλάχιστον υποκριτικό να ασχολούμαι με αλλότρια παραγνωρίζοντας, αγνοώντας ό,τι συνέβαινε εκείνο τον καιρό στη χώρα, πράγματα που αφορούσαν άμεσα όλους μας. Ανέβαλα τη δουλειά μου και επικεντρώθηκα σ' αυτό. Κάνοντας πολλές πολιτικές συζητήσεις με φίλους, Ελληνες που ζούσαν εκεί, διαπίστωνα πόσο διαφορετικές προσεγγίσεις είχαμε.

 

Οι κυρίαρχες τάσεις ήταν δύο: φταίμε εμείς και φταίνε οι άλλοι. Αλλά στους “άλλους” είμαστε και εμείς… Η δική μου στάση αφορούσε κυρίως την προσωπική ευθύνη.Τα υπόλοιπα είναι εύκολα, ακραία, απλοποιήσεις. Ακόμα και σ' ένα χωρισμό, αν είσαι σώφρων, δεν βαυκαλίζεσαι με τα λάθη του άλλου, αναρωτιέσαι για τα δικά σου. Κάπως έτσι οδηγήθηκα στην “Καύση” που, αυτόματα, προέκυψε με θεατρική φόρμα. Τολμώ να γράψω το πρώτο θεατρικό και παρότι ταλαιπωρήθηκα στην εύρεση χώρου, στη διανομή -όλα στο θέατρο είναι διαφορετικά από το σινεμά- είμαι ικανοποιημένος».

 

Με κλειδί κάποιους μονολόγους που σπάνε τη δράση, μαθαίνουμε για τα πρόσωπα και τη ζωή τους. Αλλά κέντρο βάρους του έργου αποτελεί η αλληγορία πάνω στη σημερινή κρίση της χώρας αλλά και των ίδιων των πολιτών. Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης επιλέγει μια ακραία κατάσταση, τη διαχείριση ενός θανάτου, για να σχολιάσει, μέσα από τη συμπεριφορά των οικείων του νεκρού, τον «μεταπολιτευτικό» μας εαυτό στην Ελλάδα της πτώχευσης και της ανημπόριας της να μεταβεί στο επόμενο στάδιο. Η αναγνώριση της ευθύνης, προσωπικής και συλλογικής, η άκαρπη πολυφωνία, ο ναρκισσισμός, η έφεση στην ασυνεννοησία, η ανικανότητα για αυτοκριτική περνούν υπόγεια κάτω από τις θερμές συζητήσεις των πενθούντων για το είδος της ταφής του μακαρίτη…

 

Το πτώμα παραπέμπει σε μια νεκρή εποχή, σ' ένα μοντέλο ζωής που πρέπει, κάποτε, να ενταφιαστεί για να προχωρήσουμε επιτέλους παραπέρα. Ο Σ. Τζίτζης αναφέρεται στην πολιτική διάσταση του κειμένου.

 

Η Χρυσή Αυγή δείχνει μια άρρωστη κοινωνία

 

«Εχουμε πέντε ανθρώπους, αντιπροσωπευτικούς τύπους του μεταπολιτευτικού σκηνικού, που δεν μπορούν να διαχειριστούν την ταφή του φίλου τους, δεν ξέρουν τι να κάνουν “αυτό” που τελείωσε. Μέσα απ' αυτή τη διαφωνία που κλιμακώνεται δημιουργώντας έκρυθμες καταστάσεις, προβάλλει η δική μας αδυναμία να τακτοποιήσουμε το παρελθόν, να αρχίσουμε να διαμορφώνουμε το μέλλον.

 

Με άλλα λόγια, αποτυπώνεται η σημερινή κατάσταση. Κατάγομαι από μια αγροτική, φτωχή οικογένεια της Βέροιας που δεν μπορούσε να χρηματοδοτήσει ούτε σπουδές ούτε σεμινάρια. Με το εργαλείο της αυτοκριτικής βελτιώνομαι παρακολουθώντας τον εαυτό μου και τους άλλους. Αν δεν παραιτηθείς από το παλαιό, δεν εξελίσσεσαι.

 

»Αυτό που μετράει τον πυρετό της άρρωστης πατρίδας μας είναι η άνοδος της Χρυσής Αυγής, τίποτα πιο ανησυχητικό. Είναι το πολιτισμικό και το πολιτικό θερμόμετρο που ρυθμίζει την πολιτική, την κοινωνία, τον δρόμο. Το ανοσοποιητικό σύστημα πρέπει να απομονώσει το άρρωστο, το σάπιο.

 

Αλλά αυτό προϋποθέτει στάδια, όπως στην ψυχοθεραπεία. Πρέπει να έχουμε υπομονή και ψυχραιμία. Είναι μια δοκιμασία μέσα σ' έναν φυσιολογικό κύκλο που μας ωριμάζει, μας κάνει να ξεμπερδεύουμε οριστικά με τα ψέματα. Η τηλεόραση, που έχει καταντήσει σκουπίδι, οι τέχνες, τα μίντια δεν πρέπει ν' αλλάξουν;».

 

Η σημασία της πίστης υφέρπει κάτω από όλα όσα συμβαίνουν και συζητιούνται στη σκηνή. Ο συγγραφέας θέτει το θέμα εκθέτοντας επίτηδες την αδιαφορία μας στο κατά πόσο μας απασχολεί επί της ουσίας. Εχουμε αφεθεί στα ταφικά έθιμα, τις χριστιανικές γιορτές, τον φόβο μπροστά στον θεό, έτσι αβασάνιστα και εθιμοτυπικά;

 

«Χρησιμοποιώ το θέμα της πίστης γιατί θεωρώ ότι αποτελεί τη βαθύτερη αιτία της απαξίωσης που βιώνουμε. Αν κοροϊδευόμαστε ότι είμαστε χριστιανοί, πώς να μην κοροϊδέψουμε εαυτούς και αλλήλους για πράγματα της ζωής; Οταν παραδομένος στα τελετουργικά, εμπαίζεις το βαθύτερο είναι σου, την πίστη, γιατί αντίστοιχα να μη θεσμοποιείς, μέσω του θυμικού, το φακελάκι στον γιατρό; Γιατί να μην παίρνει εθιμική υπόσταση το ενδιαφέρον σου για την πολιτική, την κοινωνία; Κάπως έτσι όλα μέσα μας τακτοποιούνται. Γίνονται νόμιμα και αμετακίνητα»…

 

[email protected]

 

INFO: Θέατρο Ολβιο (Ιερά Οδός 67 και Φαλαισίας 7, Βοτανικός. Τηλ. 210-3414118). Σκηνικά – κοστούμια: Ισμήνη Καρυωτάκη. Ερμηνεύουν: Γωγώ Μπρέμπου, Γιώργος Χρανιώτης, Νίκος Γεωργάκης, Ιωάννα Μαυρέα, Βασιλική Τρουφάκου.

 

Scroll to top