Αυτή μπορεί να «έφυγε», αλλά ο θατσερισμός ζει. Ας θυμηθούμε σημαντικούς σταθμούς στην πολιτική διαδρομή της που κάνουν πολλούς να γράφουν σε τοίχους του Λονδίνου, του Δουβλίνου, αλλά και της Αθήνας «I still hate Τhatcher»
Του Νικόλα Ζηργάνου
«Δεν θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας»
ΤΡΥΠΕΣ
Δεν πέρασε λίγη ώρα από τη χαρμόσυνη είδηση του θανάτου της Μάργκαρετ Θάτσερ και ένας γαλατάς άφησε στην αυλόπορτα της στην αριστοκρατική συνοικία Μπελγκράβια, στο Λονδίνο, ένα μπουκάλι γάλα. Ηταν μια υπενθύμιση για την απόφασή της να περικόψει το 1970, όταν ήταν υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης των Τόρις, τη δωρεάν χορήγηση μιας φιάλης γάλακτος στους φτωχούς μαθητές των δημοτικών σχολείων. Τότε, και πολύ πριν της αποδώσει μια σοβιετική εφημερίδα την προσωνυμία «σιδηρά κυρία», οι γονείς που αντιδρούσαν στις περικοπές φώναζαν το σύνθημα: «Thatcher Thatcher, Milk Snatcher» (Θάτσερ, Θάτσερ, άρπαγας του γάλακτος).
40 χρόνια μίσος
Το μίσος για τη Θάτσερ -ακόμη και τώρα, 40 χρόνια μετά, στους τοίχους του Λονδίνου, του Δουβλίνου αλλά και της Αθήνας υπάρχουν γκραφίτι με το σύνθημα «I still hate Thatcher»- δεν ήταν, ούτε και είναι προσωπικό. Ηταν αντίθεση για την πολιτική της, που ισοπέδωσε τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, κούρεψε τις κοινωνικές παροχές, ιδιωτικοποίησε τις κοινωνικές υποδομές και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, αύξησε την ανεργία και τη φτώχεια, αύξησε τη φορολογία στους ασθενέστερους και ψήφισε φοροαπαλλαγές για τους ισχυρούς, έφερε τον αυταρχισμό και διέλυσε τις συλλογικότητες στο όνομα της ελεύθερης, βλέπε ασύδοτης και ανεξέλεγκτης αγοράς. Η Θάτσερ έκανε τους πλούσιους πλουσιότερους, (μεταξύ των οποίων και την οικογένειά της που ενεπλάκη σε οικονομικά σκάνδαλα), ενώ την ίδια ώρα βύθιζε στην απόγνωση, τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση τους αδύναμους.
Ομως, αν και η Θάτσερ πέθανε χθες, ο «θατσερισμός» ζει σήμερα ανάμεσά μας, στην Αθήνα και τη Λισαβόνα, στη Μαδρίτη και τη Ρώμη, στην Ευρώπη του μνημονίου.
Οσα έγιναν τη δεκαετία του ’80 ελέω Θάτσερ, από τη στάση της στο ιρλανδικό ζήτημα με τους θανάτους των απεργών πείνας πολιτικούς κρατούμενους του IRA, έως τις Μαλδίβες και τη σύγκρουσή της με τους ανθρακωρύχους, από τον poll tax, τον κεφαλικό φόρο στα ακίνητα (σας θυμίζει τίποτα;) έως τις περικοπές στη δημόσια εκπαίδευση προς όφελος των ιδιωτικών πανεπιστημίων, αποτελούν ψηφίδες μιας συνολικής πολιτικής τα αποτελέσματα της οποίας τα βιώνουμε σήμερα.
Οταν ορκίστηκε για πρώτη φορά πρωθυπουργός, στις 4 Μαΐου 1979, η Θάτσερ παραφράζοντας την «προσευχή του Αγίου Φραγκίσκου» έκανε την πρώτη της δήλωση: «Οπου υπάρχει διχόνοια, θα φέρουμε την αρμονία. Οπου υπάρχει υπάρχει λάθος θα φέρουμε την αλήθεια. Οπου υπάρχει αμφιβολία θα φέρουμε την πίστη. Κι όπου υπάρχει απελπισία, θα φέρουμε την ελπίδα».
Δύο χρόνια μετά, «αυτή που άρπαξε το γάλα των μαθητών», θέρισε ό,τι έσπειρε. Διχόνοια, λάθος, αμφιβολία κι απελπισία.
Την άνοιξη του 1981, εφάρμοσε την πολιτική της «μηδενικής ανοχής» στη φτωχογειτονιά του Μπρίξτον στο Νότιο Λονδίνο, όπου η Αστυνομία έκανε πιλοτικά, επιθετική αστυνόμευση, με υπερπληθώρα σωματικών και άλλων ελέγχων στους δρόμους, κυρίως κατά των μεταναστών, αλλά και άλλων «υπόπτων», με μόνο κριτήριο την αμφίεση και το παρουσιαστικό των διερχόμενων. Ολοι όσοι δεν έμοιαζαν με τους ευπρεπώς ενδεδυμένους λευκούς αστυνομικούς -στους οποίους κυριαρχούσαν οι ρατσιστές ακροδεξιοί- έμπαιναν στο στόχαστρο.
Το Μπρίξτον σε κλοιό
Οι έλεγχοι ήταν πολύ συχνά εξευτελιστικοί και η συνοικία έμοιαζε να αστυνομοκρατείται. Αρκούσε μια λάθος ματιά, για να συλληφθεί κάποιος για εξακρίβωση. Στις 10 Απριλίου 1981, μέσα σε ένα 24ωρο, οι «δυνάμεις της τάξης» έκαναν στο Μπρίξτον 943 σωματικούς ελέγχους και 100 συλλήψεις. Οταν επέστρεψαν το επόμενο πρωί, υπήρχε ήδη πολύ ένταση και δυσαρέσκεια στους δρόμους. Μία περίπολος έπεσε τυχαία πάνω στον μαχαιρωμένο από συμμορία, έγχρωμο Μάικλ Μπέιλι, ο οποίος αιμορραγούσε στην κοιλιά. Η Αστυνομία ήταν πολύ γρήγορη στους ελέγχους, αλλά πολύ αργή στην παροχή βοήθειας. Η αργοπορία τους να καλέσουν ασθενοφόρο εξόργισε το πλήθος που είχε αρχίσει να μαζεύεται και όταν, έπειτα από μεγάλη καθυστέρηση έφτασε ο τραυματίας στο νοσοκομείο, ο επικεφαλής κάλεσε ενισχύσεις από τα κεντρικά, που έφτασαν σε χρόνο ρεκόρ. Γρήγορα κυκλοφόρησε η φήμη -που αποδείχτηκε ανυπόστατη- ότι ο Μπέιλι πέθανε και τότε κάποιοι άρχισαν να πετάνε μπουκάλια και να βρίζουν τους αστυνομικούς. Μέσα σε λίγα λεπτά πάνω από 5.000 χιλιάδες κάτοικοι, μαύροι και λευκοί, ενώθηκαν στους δρόμους και συγκρούστηκαν με την Αστυνομία. Επειτα από δύο ημέρες πρωτοφανών ταραχών, ο απολογισμός ήταν βαρύς. Εκατοντάδες τραυματίες, εκ των οποίων 280 αστυνομικοί, 150 κτίρια πυρπολημένα και εκατοντάδες καμένα αυτοκίνητα και λεηλατημένα μαγαζιά, έδειξαν μια εικόνα από το μέλλον. Το δικό μας μέλλον. Γι' αυτό, όταν ακούω το Guns of Brixton, των Clash, όταν περιδιαβαίνω στη λαβωμένη μας πόλη, όταν βλέπω τη Θάτσερ που «άρπαξε το γάλα των παιδιών» ζωντανή μπροστά μου, να διαφεντεύει τη ζωή μας, δεν μπορώ παρά να φωνάζω: «I still hate Thatcher».