ΜΠΑΝΓΚΛΑΝΤΕΣ Η κατάρρευση οκταώροφου κτιρίου, με 100 θύματα, ξαναθύμισε τις ευθύνες των δυτικών πολυεθνικών στο χτίσιμο της δεύτερης εξαγωγικής δύναμης υφασμάτων στον κόσμο πάνω σε άθλιες συνθήκες και ανθρώπινες ζωές
Της Ελλης Πάνου
Πέντε εργοστάσια υφαντουργίας, με 2.000 εργαζόμενους, στέγαζε το 8ώροφο κτίριο στα προάστια της Ντάκα, πρωτεύουσας του Μπανγκλαντές, που κατέρρευσε χθες προκαλώντας τον θάνατο τουλάχιστον 100 ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων 700. Ρωγμές είχαν εμφανιστεί στον 2ο όροφο, οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων φαίνεται ότι αγνόησαν την προειδοποίηση των αρχών να μην επιτρέψουν την είσοδο των εργατών τους και την ώρα που όλοι δούλευαν πυρετωδώς, οι τελευταίοι όροφοι άρχισαν να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον.
Είναι η ίδια τραγική ιστορία, που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά σε μια χώρα, όπου η εργασία κοστίζει στις δυτικές πολυεθνικές, μόλις μερικά σεντς την ώρα και η ανθρώπινη ζωή αποδεικνύεται ότι είναι εύκολα αναλώσιμη.
Σαν να μην πέρασε μια ημέρα, λοιπόν, από τον Νοέμβριο του 2012, όταν πυρκαγιά με 112 νεκρούς, σε εργοστάσιο της εταιρείας Tazreen Fashion, το οποίο έραβε ρούχα για τον αμερικανικό κολοσσό της Walmart, στη βιομηχανική ζώνη της πρωτεύουσας, χαρακτηρίστηκε τότε η χειρότερη εργατική τραγωδία στη χώρα, προκάλεσε διεθνή κατακραυγή και υποχρέωσε εμπορικούς γίγαντες της Δύσης, αλλά και την κυβέρνηση να δώσουν υποσχέσεις για βελτίωση των συνθηκών εργασίας στην χώρα. Τι άλλαξε; Τίποτα. Δύο μήνες αργότερα, άλλη μια πυρκαγιά σε υφαντουργία κόστισε ζωές κι απέδειξε την αδυναμία θέλησης όλων να αλλάξουν ένα καθεστώς, που έχει αναδείξει το Μπαγκλαντές σε μια από τις πιο φθηνές εργατικές χώρες της Ασίας -πολύ πιο φθηνή και από την Κίνα- όπου οι εργαζόμενοι πληρώνουν την απληστία με την ζωή τους.
Η Σούμι Αμπεντίν δεν έχει καταφέρει να δουλέψει ούτε μια ημέρα μετά τον βαρύ τραυματισμό της στη φωτιά του περασμένου Νοεμβρίου στο εργοστάσιο της Tazreen. Και στα 24 της αποφάσισε ότι πρέπει να ταξιδέψει από το Μπανγκλαντές στις ΗΠΑ, για να απαιτήσει το αυτονόητο από τους Αμερικανούς πελάτες των αφεντικών της: ασφάλεια στον χώρο εργασίας και φρένο στην εκμετάλλευση, περιγράφοντας μια κατάσταση, που είναι ο κανόνας στον εργασιακό μεσαίωνα της πατρίδας της.
«Η διεύθυνση πάντα μας υπαγόρευε τι θα πούμε όταν έρχονταν οι επιθεωρητές», είπε η Σούμι. Κι όταν οι εργάτες παραπονέθηκαν για τις κλειστές εξόδους κινδύνου, οι διευθυντές είπαν: «Δεν θα υπάρξει πρόβλημα. Εάν συμβεί ατύχημα, θα φροντίσουμε εμείς για όλα».
Οταν το «ατύχημα» συνέβη και κάπου στο πολυώροφο κτίριο ξέσπασε μικρή φωτιά, ένας από τους εργάτες κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, φωνάζοντας ότι υπάρχει καπνός και ότι πρέπει όλοι να βγούνε έξω. Οι διευθυντές, όμως, δεν τους άφησαν, τους διαβεβαίωσαν ότι «δεν συμβαίνει τίποτα», ότι «θα πρέπει να συνεχίσουν να δουλεύουν» και… κλείδωσαν τις πόρτες. Οι εργάτες επέστρεψαν στις μηχανές τους, αλλά πέντε λεπτά αργότερα μύρισε καπνός και σε άλλους ορόφους. «Ζήτησα βοήθεια και προσπάθησα να φύγω, αλλά βρήκα τις πόρτες κλειστές… Πήγα προς τις άλλες σκάλες, αλλά είχαν ήδη τυλιχθεί στις φλόγες», λέει η Σούμι. Προκλήθηκε πανικός καθώς οι εργάτες κατευθύνθηκαν τρέχοντας προς τις εξόδους κινδύνου, οι οποίες ήταν όλες σφραγισμένες. Το ρεύμα κόπηκε και το κτίριο φλεγόμενο, βυθίστηκε στο σκοτάδι. Πολλοί ποδοπατήθηκαν στην σκάλες, είπε η Σούμι, μέσα στον πανικό και το σκοτάδι.
Μερικοί κατάφεραν να σπάσουν το πλέγμα του εξαερισμού στον δεύτερο όροφο κι άρχισαν να πηδάνε στο κενό. Μεταξύ αυτών και η Σούμι. Δεν πίστευε, λέει, ότι θα επιζούσε της πτώσης, αλλά σκέφτηκε ότι τουλάχιστον οι γονείς της θα μπορούσαν να βρουν τη σορό της και να την αναγνωρίσουν. Εσπασε χέρι και πόδια κι έχασε τις αισθήσεις της. Η οικογένειά της έπρεπε να δανειστεί χρήματα από τους γείτονες για να μπορέσει να της εξασφαλίσει ένα κρεβάτι στο νοσοκομείο και ιατρική φροντίδα. Το μεγαλύτερο μέρος της αποζημίωσης που πήρε- 150 δολάρια- πήγε στους γιατρούς, οι οποίοι της είπαν ότι δεν θα μπορεί να δουλέψει για ένα χρόνο. «Ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου και η κυβέρνηση είναι οι υπεύθυνοι γι' αυτή την τραγωδία», λέει η Σούμι, «αλλά και η αμερικανική Walmart έχει ένα εξίσου μεγάλο μερίδιο ευθύνης, αφού γνώριζε όλα τα προβλήματα».
Η οικογενειακή επιχείρηση της Walmart -που θεωρείται ο μεγαλύτερος ιδιώτης εργοδότης στον κόσμο με 8.500 καταστήματα σε 15 χώρες και 2.000.000 εργαζόμενους- ήταν από τους καλύτερους πελάτες της Tazreen και παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους έμμεσους εργοδότες στο Μπανγκλαντές, επομένως είναι σε θέση να υπαγορεύει και τις τιμές.
Οπως έκανε, σύμφωνα με τους «New York Times», σε συνάντηση «κορυφής» στην Ντάκα το 2011, όπου στελέχη της μπλόκαραν αποφάσεις, που θα βελτίωναν τα μέτρα ασφαλείας στα εργοστάσια υφαντουργίας του Μπανγκλαντές, επειδή θα αύξαναν το κόστος για τα προϊόντα της.
Η εταιρεία δεν έχει απαντήσει στο αίτημα της Σούμι για χορήγηση αποζημίωσης, αρνείται να συνομιλήσει με τα συνδικάτα, υποστήριξε ότι… δώρισε 1,6 εκατομμύρια δολάρια για «σεμινάρια ασφαλείας» στο Μπανγκλαντές κι έφτιαξε έναν δικό της κανονισμό για τους προμηθευτές της στην Ασία, που στην ουσία δεν δεσμεύει κανέναν ενώπιον του νόμου. Την ίδια αρνητική στάση κράτησε κι ένας άλλος αμερικανικός κολοσσός, η Sears, ενώ η εταιρεία GAP -μεγάλος εργοδότης κι αυτή στο Μπανγκλαντές- ανακοίνωσε μια «πρωτοβουλία» ύψους 22 εκατομμυρίων δολαρίων για ένα «πρωτόκολλο ασφαλείας». Ωστόσο άλλες ξένες εταιρείες, όπως η PVH, μητρική της Tommy Hilfinger, η ευρωπαϊκή C&A και η εξαγωγική Li & Fung από το Χονγκ Κονγκ δέχθηκαν να υπογράψουν δεσμευτική συμφωνία με τα συνδικάτα για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την αποζημίωση σε περιπτώσεις ατυχημάτων.
Παράδεισος και κόλαση
Τι θα αλλάξει άμεσα; Πιθανότατα τίποτα. Η οικονομία του Μπανγκλαντές εξαρτάται από τους μεγάλους δυτικούς πελάτες της. Με κατώτατο μισθό περίπου 37 δολάρια τον μήνα, η χώρα είναι από τους πιο φτηνούς προορισμούς για τις δυτικές επιχειρήσεις. Εχει πλέον περίπου 5.000 εργοστάσια που παράγουν ρούχα για τις ξένες φίρμες και με εξαγωγές ετησίως 19 δισεκατομμυρίων δολαρίων, έχει αναδειχτεί δεύτερη «δύναμη» στον κόσμο στο φτηνό ύφασμα, μετά την Κίνα.
Στην πραγματικότητα, όμως, είναι μια «επιτυχία» που έχει κτιστεί πάνω σε ανθρώπινες ζωές. «Οι υφαντουργίες του Μπανγκλαντές είναι παγίδες θανάτου», λέει η Καλπόνα Ακτερ, πρώην εργαζόμενη κι αυτή στην Tazreen. «Οι διευθυντές των εργοστασίων κλειδώνουν τις εξόδους, επειδή φοβούνται ότι θα τους κλέψουμε ρούχα και οι εργαζόμενοι πεθαίνουν. Κι όταν υψώσουν φωνή διαμαρτυρίας, τους χτυπάνε, τους απειλούν και τους στέλνουν φυλακή. Τα έχω ζήσει όλα αυτά στο πετσί μου. Δουλεύω από 12 χρονώ».