ΜΠΑΝΓΚΛΑΝΤΕΣ Συγκλονίζουν οι εκκλήσεις για βοήθεια των εγκλωβισμένων στο κτίριο που κατέρρευσε παρασέρνοντας στον θάνατο πάνω από 230 και οι μαρτυρίες όσων επέζησαν, καθώς και η αποκάλυψη ότι ιδιοκτήτης του κτιρίου ήταν ο πρόεδρος της Νεολαίας του κυβερνώντος κόμματος
Της Ελλης Πάνου
Ηταν ένας δυνατός, εκκωφαντικός ήχος -είπαν επιζώντες- σαν να σείστηκε η γη και οι οκτώ όροφοι του κτιρίου έγιναν μέσα σε λίγα λεπτά ένας τεράστιος σωρός από συντρίμμια, παγιδεύοντας 3.122 εργάτες, κυρίως γυναίκες που δούλευαν στις υφαντουργίες της βιομηχανικής ζώνης της πρωτεύουσας του Μπανγκλαντές, Ντάκα. Σχεδόν δύο 24ωρα μετά, είχαν ανασυρθεί περισσότερα από 230 πτώματα, τουλάχιστον 1.000 είναι οι τραυματίες, οι έρευνες στα ερείπια δεν είχαν ακόμα τελειώσει και επισήμως η τραγωδία χαρακτηρίστηκε το χειρότερο εργατικό δυστύχημα στη χώρα.
«Σώστε μας, αδελφέ» ακούστηκε να φωνάζει ένας εργάτης από μια σχισμή ανάμεσα στα τσακισμένα τσιμέντα σε έναν φωτορεπόρτερ του Associated Press, που έψαχνε μαζί με τα σωστικά συνεργεία για επιζώντες. Το όνομά μου είναι Μοχάμεντ Αλτάμπ, είπε, ζητώντας βοήθεια: «Σε ικετεύω, αδελφέ μου. Θέλω να ζήσω. Πονάω τόσο πολύ… Εχω δυο παιδιά». Δεν μπόρεσαν να τον σώσουν. Οπως δεν κατάφεραν να απεγκλωβίσουν κι άλλον έναν που φώναζε κλαίγοντας, μάλλον σοβαρά τραυματισμένος: «Θέλουμε να ζήσουμε… Ισως είναι καλύτερα να πεθάνω τώρα από το να υποφέρω έτσι… Σας παρακαλώ, σώστε με». Ολοι πάλευαν στη διάρκεια της νύχτας με μηχανήματα και με γυμνά χέρια, δίνοντας νερό και φακούς σε όσους εγκλωβισμένους εντόπιζαν, αλλά δεν μπορούσαν να διασώσουν.
«Νόμιζα ότι έγινε σεισμός», είπε η Σιρίν Ακτέρ, μια νεαρή γυναίκα 22 ετών που άρχιζε, την ώρα της τραγωδίας, τη βάρδια της σε βιοτεχνία του έκτου ορόφου. Παγιδεύτηκε επί ώρες, πριν καταφέρει να απελευθερωθεί μόνη της. Λέει ότι διακινδυνεύει κάθε μέρα τη ζωή της για 38 δολάρια τον μήνα.
Αφού αναφέρθηκαν οι ρωγμές την Τρίτη, οι επικεφαλής μιας τράπεζας που στεγαζόταν εκεί, διέταξαν τους υπαλλήλους τους να φύγουν. Οι πέντε υφαντουργίες, όμως, συνέχισαν να δουλεύουν, αγνοώντας τις οδηγίες των αρχών.
«Δεν θέλαμε να μπούμε στο κτίριο», είπε η εργάτρια Ντιλάρα Μπέγκουμ, «αλλά οι επιστάτες μάς είπαν να δουλέψουμε, υποστηρίζοντας ότι το κτίριο είχε ελεγχθεί από επιθεωρητές και είχε κριθεί ασφαλές. Μας απείλησαν ότι θα μας κόψουν τον μισθό εάν δεν πάμε στα πόστα μας».
Η αστυνομία ανέφερε ότι ιδιοκτήτης του κτιρίου είναι ο επικεφαλής της Νεολαίας του κυβερνώντος κόμματος Awami League, ο Μουχάμαντ Σοχέλ Ράνα. Βρισκόταν εκεί από το πρωί της Τρίτης -αναφέρουν πληροφορίες από μέσα ενημέρωσης του Μπανγκλαντές- κι αφού δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι «το πρόβλημα στη δομή του κτιρίου δεν ήταν σοβαρό», κρύφτηκε στο υπόγειο, γλίτωσε χωρίς να τραυματιστεί, επικοινώνησε με το κόμμα του και λίγο αργότερα φυγαδεύτηκε από ντόπιο βουλευτή και στελέχη του Awami League.
Η πολεοδομία υποστηρίζει ότι ο Ράνα είχε άδεια να κτίσει 5 ορόφους και ότι πρόσθεσε άλλους τρεις αργότερα, παράνομα. Αγνωστο γιατί δεν είχε εντοπιστεί μέχρι τώρα η παρανομία, αλλά μετά τον θάνατο τόσων ανθρώπων, οι αρχές κινητοποιήθηκαν: ο μεν υπουργός Εσωτερικών δήλωσε ότι «οι ένοχοι θα τιμωρηθούν», η δε αστυνομία ανακοίνωσε ότι καταζητεί τον πολιτικό-ιδιοκτήτη και τον πατέρα του.
Η ιστορία, όμως, ίσως έχει μεγαλύτερη διαπλοκή, αφού σύμφωνα με πληροφορίες ο Ράνα δεν είναι απλώς ο ιδιοκτήτης του κτιρίου αλλά κρύβεται και πίσω από τουλάχιστον τρεις από τις πέντε βιοτεχνίες, που στεγάζονταν στο… Plaza που έφερε το όνομά του. Ολες δούλευαν για 27 ξένους μεγαλοπελάτες από τουλάχιστον 10 χώρες: τη Βρετανία, τη Δανία, την Ιταλία, τον Καναδά, την Ιρλανδία, τη Γαλλία, την Ισπανία, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και το Χονγκ Κονγκ. Μεταξύ των «πελατών» ήταν ο αμερικανικός κολοσσός της Walmart, η καναδέζικη αλυσίδα παιδικών ρούχων Children’s Place, η Matalan με 200 καταστήματα φτηνών ρούχων και υποδημάτων στη Βρετανία και η ιρλανδική εταιρεία λιανικής Primark, με καταστήματα σε οκτώ ευρωπαϊκές χώρες και 36.000 εργαζόμενους.
Η Primark εξέφρασε τη «βαθιά λύπη» της, η Matalan ανακοίνωσε ότι, παρότι αυτό το διάστημα δεν είχε παραγγελίες στις συγκεκριμένες βιοτεχνίες, θέλει να δει πώς μπορεί να βοηθήσει, ενώ οι υπόλοιπες ακόμα ψάχνουν εάν οι αυτές οι βιοτεχνίες θανάτου ανήκουν στους προμηθευτές τους κι εάν γνώριζαν για τις συνθήκες εργασίας που επικρατούν στις φάμπρικες που συνεισφέρουν στα μεγάλα κέρδη τους.