Pin It

«Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού/ η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια το/ σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας (…)». (Επιφάνια, 1973)

 

Στιγμές σαν αυτές από την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη αποτυπώθηκαν στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, αποκαλύπτοντας την απλή, καθαρή ματιά του πάνω στο φυσικό τοπίο και τους ανθρώπους: Ορεινοί όγκοι, ήρεμα νερά, δέντρα που ρίχνουν τον ίσκιο τους στα πλακόστρωτα, αρχαία σπαράγματα, πρόσωπα σoβαρά.

 

 

«Η ανάγκη του να δει τα πράγματα «καθαρά» -τους τόπους, τα περιστατικά και τους ανθρώπους που σημάδεψαν το ταξίδι της ζωής του- είναι ίσως η κύρια διαπλαστική δύναμη πίσω από το έργο του, ομοούσια με την επιθυμία του να «μιλήσει απλά», όπως την είχε εκφράσει σ' ένα του ποίημα γραμμένο το 1942, εν καιρώ πολέμου», σημειώνει ο Διονύσης Καψάλης, διευθυντής του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) με την ευκαιρία της έκθεσης «Με το φακό του Γιώργου Σεφέρη».

 

Από τις 17 Ιανουαρίου μέχρι 16 Φεβρουαρίου στο Μιλάνο, στο ιστορικό κτίριο Palazzo Sormani, 60 φωτογραφίες από τις εκατοντάδες που τράβηξε ο Σεφέρης σε μια πενηντάχρονη διαδρομή, θα μιλήσουν απλά αλλά αποκαλυπτικά στους επισκέπτες της έκθεσης που οργανώνει το ΜΙΕΤ σε συνεργασία με το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας, θέλοντας να αναδείξει τον φωτογράφο πίσω από τον ποιητή.

 

Αλλωστε, το ΜΙΕΤ έχει ολόκληρο το Φωτογραφικό Αρχείο Γιώργου Σεφέρη, ύστερα από τη δωρεά της συντρόφου του Μαρώς Σεφέρη το 1984 και της κόρης της Aννας Λόντου το 1999. Περιλαμβάνει δε πάνω από δυόμισι χιλιάδες αρνητικά φωτογραφιών, που έβγαλε ο νομπελίστας μας, από το 1920, όταν ήταν ακόμη φοιτητής στο Παρίσι, ώς τον τελευταίο χρόνο της ζωής του (1971).

 

Ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, διπλωμάτης αλλά και λάτρης του φακού ο Σεφέρης έκανε μόνο ασπρόμαυρες λήψεις, ακόμα κι όταν διαδόθηκε το έγχρωμο φιλμ, γιατί τις θεωρούσε «πιο δύσκολες». Συνήθως δεν τύπωνε, κρατούσε μόνο όσα αρνητικά τον ενδιέφεραν. Στο περιθώριό τους σημείωνε με μελάνι έναν κωδικό και τα φύλαγε προσεκτικά μέσα σε πλαστικές θήκες και ριζόχαρτα.

«Τον ενδιέφερε πολύ η φωτογραφία ως τέχνη, ως μάθημα. Ξεχώριζε την ωραία από την άσχημη ή την ωραιοπαθή φωτογραφία. Του άρεσε ο άνθρωπος με καλό μάτι», σύμφωνα με τη Μαρώ Σεφέρη.

 

Ο ίδιος ο ποιητής σημείωνε τις εντυπώσεις του από τα πολυάριθμα ταξίδια του: «Σταματήσαμε λίγο πιο κάτω από το Amshit και κοιτάξαμε τον ήλιο να βουλιάζει στην ήσυχη θάλασσα της Φοινίκης. Μα γιατί κάποτε βλέπει κανείς τα πράγματα καθαρά –θέλω να πω όπως όταν η φωτογραφική μηχανή είναι σωστά κανονισμένη».

 

Κι αλλού: «Σήμερα κρέμασα πάνω από το γραφείο μου τη μοναδική φωτογραφία ενός ελληνικού τοπίου που βρέθηκε, ολωσδιόλου τυχαία, μέσα σε κάτι χαρτιά. Τη φωτογραφία της μεγάλης άγκυρας του Πόρου. Την είχα κάνει ένα πρωί της άνοιξης του ’40. Καθώς την κοιτάζω τώρα αισθάνομαι την ψυχή μου πλημμυρισμένη. Αλλά δεν είναι αυτά που μου χρειάζουνται: πελεκώντας τον εαυτό μας, έτσι γράφουμε.»

 

Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος έγραφε στο λεύκωμα «Οι φωτογραφίες του Γιώργου Σεφέρη», που κυκλοφόρησε το ΜΙΕΤ το 2000, γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από τη γέννησή του.

 

«Ο Σεφέρης διαθέτει πράγματι το ένστικτο και την οπτική που σπρώχνει ένα φωτογράφο να διαλέξει το συγκεκριμένο θέμα και να γυρίσει την πλάτη του σε μιαν «ωραία» ή σε μια «ρομαντική» εικόνα αμφισβητούμενης αισθητικής. Πέρα από την όποια καλλιτεχνική ή αισθητική τους αξία, οι φωτογραφίες αυτές προέρχονται από την αμοιβαία, αμφίδρομη σχέση του ποιητή με τον γύρω του κόσμο».

 

Στην καλαίσθητη έκδοση ο Ε.Χ. Κάσδαγλης επεσήμαινε επίσης πως οι εικόνες του «είναι κάτι παραπάνω από το καλό καδράρισμα, την ακρίβεια του θέματος, την καθαρότητα του περιγράμματος, τη σωστή φωτοσκίαση, την έγνοια του ουσιώδους. Είναι η «στεκάμενη ζωή ανάμεσα στον ύπνο και το θάνατο», το αέναο παιχνίδι του Σεφέρη με το φως και τη σκιά».

 

Παρή Σπίνου

 

 

Scroll to top