Pin It

Του Γιάννη Η. Χάρη

 

«Αρπαγμένος από το πανί του γερά, πάνω και στην πιο τρικυμισμένη θάλασσα, γλιστράει ολοένα και εισχωρεί σε βασίλεια έξω χρόνου ο Δέρπαπας» έγραφε το 1987 ο Ελύτης για τον κατάλογο μιας έκθεσης του Γιώργου Δέρπαπα. Του ζωγράφου που έφυγε πριν από έναν μήνα από κοντά μας γι’ αυτά τα «βασίλεια έξω χρόνου» οριστικά.

 

Από κοντά μας; Από μακριά μας, θα ’ταν το σωστό. Απόδειξη, μεταξύ άλλων, πως τον αποχαιρετήσαμε με κάτι μονοστηλάκια, μια τόση δα παράγραφο, με προκάτ λόγια που αναπαράχθηκαν από το ίντερνετ. Οπου, έτσι κι αλλιώς, ελάχιστα βρίσκεις για έναν σπουδαίο δημιουργό, που κρατήθηκε έξω από σαλόνια και καλλιτεχνικότητες (κατά το «κοσμικότητες»), αποχή που ούτε η συντεχνία τη συγχωρεί ούτε, ακόμα πιο πολύ, η τέταρτη εξουσία…

 

Εκεί λοιπόν, στα βασίλεια έξω χρόνου, ανακτά τώρα τη ρώμη του κορμιού του που το κατέβαλε η Πάρκινσον, για να ξεχυθεί σε άλλες θάλασσες πια, σ’ ένα αιώνιο σέρφιγκ, το άλλο μεγάλο του πάθος:

 

«Εφερα το πρώτο σερφ στην Ελλάδα» περηφανευόταν, ο μανιώδης έτσι κι αλλιώς της άθλησης, και το επισημαίνω για να μη δημιουργηθεί η εικόνα κανενός αναχωρητή ομφαλοσκόπου μεταφυσικού, όπως μπορεί να υποβάλλει το έργο του.

Ο πρώτος θησαυρός

 

Δεκέμβρης του 1969, πρώτη έκθεση του Δέρπαπα στην Ελλάδα (όπου άλλες τρεις έκανε όλες κι όλες, αυτός που ζωγράφιζε ώς το τέλος), έκλεινα τα 17 εγώ, αλλά μικρομέγαλο, είχα ήδη κοντά δυο χρόνια στους δρόμους, μεγαλειώδεις κοπάνες από το σχολείο, δεν άφηνα έκθεση για έκθεση, εκδήλωση για εκδήλωση, συναυλία για συναυλία… Εκθεση Δέρπαπα λοιπόν, στη Νέα Γκαλερί, πίσω από τον Αγιο Διονύσιο στο Κολωνάκι τότε, κατέβαινες δυο-τρία σκαλιά νομίζω, όμως ανέβαινες σε ανυποψίαστα ύψη. Ζαλίστηκα, χάθηκα μέσα στον αχανή ζοφώδη κόσμο της υπερρεαλιστικής περιόδου του, όλος ο Ιερώνυμος Μπος σε μία χαλκογραφία του, μου φάνηκε. Με το θράσος της ηλικίας, του τηλεφώνησα, μου έκλεισε ραντεβού στην γκαλερί. Οπου και μου χάρισε μία γκραβούρα!

 

Με τα πόδια ανεβοκατέβαινα λόγω αδεκαρίας από το πατρικό, ψηλά πίσω απ’ το Γηροκομείο, είχα όμως τώρα έναν τεράστιο θησαυρό! Τον έπιασα με πινέζες στον τοίχο του δωματίου μου, ούτε σκέψη για κορνίζα εννοείται, ώσπου είχα τη φαεινή ιδέα, για να τον προφυλάξω, να τον ντύσω με αυτοκόλλητο διαφανές νάιλον: καταστροφή! Δεν του το είπα, βέβαια, ποτέ.

 

Επειτα από την γκαλερί, στο ατελιέ του, κάπου στο Παγκράτι, τον παρακολουθούσα που έφτιαχνε μόνος τις κορνίζες του, κι έπειτα, ω, να ζωγραφίζει. Μοναδικό ταξίδι! Η προσγείωση άκουγε στο όνομα Νίκος Καρούζος. Ο οποίος εισέβαλε, με τον αφοσιωμένο του Ακο Δασκαλόπουλο, και καθόταν πίνοντας και καπνίζοντας ασταμάτητα: «Θα πεθάνεις» τον μάλωνε μα και τον πείραζε ο Δέρπαπας· «να, να σου πει το χέρι ο Γιάννης που ξέρει». Σιγά μην ήξερα εγώ! «Πες του» επέμενε ο Δέρπαπας και μου έκλεινε το μάτι, έπιανα εγώ τα κλασικά, γραμμή ζωής, υγείας κτλ., «πες κι άλλα» με τσίγκλαγε, αυτοσχεδίαζα τότε εγώ, είχε ήδη ενθουσιαστεί έτσι κι αλλιώς ο Καρούζος, που επέμενε, με πραγματική αγωνία: «Θα πεθάνω; πότε θα πεθάνω;» σκηνικό που επαναλαμβανόταν τελετουργικά κάθε φορά… Εφευγε κάποτε ο Καρούζος, συνεχίζαμε εμείς για το σπίτι, ψηλά στην Αριστοξένου, πίσω από το άλσος Παγκρατίου, στον πάνω όροφο το ταρατσάκι, κήπος κρεμαστός, χτιστό πεζούλι, αν θυμάμαι καλά, μια αιώρα, η πανέμορφη ξανθιά Μόνικα, η Γερμανίδα γυναίκα του, σωστό αγγελούδι με χρυσαφένια μαλλιά ο Μιχαλάκης, τον μικρότερο δεν τον θυμάμαι καθόλου, τώρα έμαθα πως έφυγε νωρίς, ένας κόσμος απέραντος, ο Γιώργος να παλεύει με τον Μιχαλάκη, οικογενειακές σκηνές που σίγουρα τις ζήλευα.

Η πατροκτονία

 

Δεν θυμάμαι πώς χαθήκαμε. Αργότερα, έμενα πια μόνος στο Παγκράτι, πήγα δυο-τρεις φορές στο καινούριο του ατελιέ, όμως κάπου στα πολιτικά, λεπτομέρειες πάλι δεν θυμάμαι, μαλώσαμε: ίσως για τον παλιό, έκθαμβο έφηβο, μεγαλωμένο κάπως τώρα αλλά πάντα οργισμένο, είχε έρθει η ώρα της πατροκτονίας… Πού και πού συναντιόμασταν τυχαία στον δρόμο, έμενε πιο πολύ στη Μύκονο εξάλλου, λέγαμε πως θα τα πούμε, δεν τα λέγαμε. Τελευταία μάλλον φορά τον είδα στην έκθεσή του στην Τιτάνιουμ, 1987.

 

Και τώρα, στη μεγάλη έκθεση στην Πινακοθήκη Βογιατζόγλου, να μας μιλάει μέσα από το «Μονόγραμμα», το θησαυροφυλάκιο των Σγουράκηδων, έξω ολόιδια σχεδόν η Μόνικα, ενώ ο Μιχαλάκης έχει από καιρό γίνει Μιχάλης, σπουδαίος κι αυτός ζωγράφος, από τα ελάχιστα που είδα στο ίντερνετ, μ’ όλο το πλούσιο ταλέντο του πατέρα του, μα σε ολοδικό του δρόμο.

 

Δεν θέλω να πω άλλα. Η έκθεση συνεχίζεται ώς τον Γενάρη. Τα μίντια δεν θα σας το πουν. Ξέρω τι θα τους λέει από πάνω ο Γιώργος. Μου ’ρχονται γέλια.

 

Scroll to top