Pin It

Του Τάσου Παππά

 

Οποτε ένα κόμμα της Αριστεράς πλησιάζει στην εξουσία, αναπτύσσονται στο εσωτερικό του, αλλά και στο εσωτερικό του ευρύτερου κινήματος, δύο αντίρροπες τάσεις, δύο, θα λέγαμε, αγωνίες και φόβοι: Αναλαμβάνοντας τις κυβερνητικές ευθύνες πρέπει να τηρήσει με θρησκευτική ευλάβεια τις διακηρύξεις του και να βρεθεί έτσι πιθανότατα αντιμέτωπο με την ανωριμότητα της κοινωνικής συνείδησης, ή μήπως οφείλει να προσαρμοστεί, όχι για να παραιτηθεί από τον στόχο της ανατροπής, αλλά για να κερδίσει χρόνο μέχρι τουλάχιστον οι συνθήκες τού επιτρέψουν να πραγματοποιήσει τις βαθιές τομές;

 

Μ’ άλλα λόγια έχουμε να κάνουμε με την κλασική αντίθεση που διαπερνά κάθε οργανωμένη προσπάθεια κοινωνικής αλλαγής, δηλαδή με τη σύγκρουση ανάμεσα στους «βιαστικούς» και τους «συνετούς» ή, για να το διατυπώσουμε με ιδεολογικά φορτισμένους όρους, με την αναμέτρηση του «αριστερισμού» με τον «συμβιβασμό».

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη στιγμή που βρέθηκε στη θέση του διεκδικητή της εξουσίας, δεν θα μπορούσε να αποφύγει μια τέτοιου τύπου συζήτηση, η οποία μάλιστα δεν περιορίζεται εντός των τειχών του, αλλά απλώνεται σε όλο το φάσμα του αντικαπιταλιστικού τόξου. Για παράδειγμα, το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι «δρομολογήθηκε η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, στοιχείο της οποίας είναι και η αναστήλωση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, που εκφράστηκε με την απότομη εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ» (Θέση 16 της Κεντρικής Επιτροπής για το 19ο Συνέδριο).

 

Κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ και τις υπόλοιπες δυνάμεις (Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής) που κάνουν λόγο για την ανάγκη να συγκροτηθεί μια αντικαπιταλιστική συμμαχία που θα οδηγήσει σε κυβέρνηση της Αριστεράς, η οποία θα προωθήσει τη ριζική αλλαγή με σοσιαλιστική προοπτική, ότι «καλλιεργούν αυταπάτες πως με κοινοβουλευτική διαδικασία μπορεί να γίνονται ρήξεις μέσα στον καπιταλισμό και μέσω αυτής της διαδικασίας στην πορεία να αφαιρεθούν η ιδιοκτησία και η εξουσία από τα μονοπώλια» («Ριζοσπάστης», 30.12.2012).

 

Εσχάτως, κατατέθηκε και η άποψη ότι είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένας τρίτος αριστερός μετωπικός πόλος. Αφού το ΚΚΕ αυτοεξαιρείται από την υπόθεση της αντικαπιταλιστικής συμμαχίας, όπως την περιγράφουν οι άλλες δυνάμεις του χώρου, και ο ΣΥΡΙΖΑ «φαίνεται ότι όσο εκτιμά πως πλησιάζει προς την κυβερνητική εξουσία, τόσο συμβιβάζεται με την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων» (Γ. Ρούσης, «Η Εφημερίδα των Συντακτών»), πρέπει να χαραχτεί ένας άλλος, τρίτος, δρόμος που θα βελτιώνει αντί να επιδεινώνει την κατάσταση των εργαζομένων.

 

Απ’ αυτή την κατάσταση που παράγει εντάσεις, διαιρέσεις και συχνά διασπάσεις δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει το αριστερό κίνημα στην ιστορική διαδρομή του. Οπως προσφυώς σημειώνει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ο σοσιαλισμός τελεί και αναπαράγεται σε κατάσταση διαρκούς εσωτερικής ιδεολογικής και πολιτικής έντασης. Αντίθετα με τη συντήρηση, που μπορεί να συντηρεί και να ανανεώνει το ενιαίο πρόσωπό της δίχως εμφανείς τριγμούς, τα πρόσωπα της αλλαγής είναι εξ ορισμού πολλά, ασύμβατα και αλληλοσπαρασσόμενα» («Το Βήμα», 23.9.2007).

 

Το ερώτημα είναι αν υπάρχει ιδανικό σημείο εκκίνησης για ένα αριστερό κόμμα που θα επιχειρήσει να μετασχηματίσει το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία, μια αφετηρία που θα είναι απαλλαγμένη από τις ιδέες της παλιάς τάξης πραγμάτων. Είναι δυνατόν να μηδενιστεί το κοντέρ; Μόνο σε συνθήκες εργαστηρίου.

 

Ο Τέρι Ιγκλετον, στο βιβλίο του «Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο» [«Πατάκης»], αναμετριέται μ’ αυτήν την αντίληψη της ιδεολογικής καθαρότητας: «Η πίστη στην ύπαρξη ενός τέτοιου «καθαρού» σημείου αποτελεί τη φαντασίωση του επονομαζόμενου ακραίου αριστερισμού (τον οποίο ο Λένιν αποκάλεσε «νηπιακή διαταραχή»), που με τον επαναστατικό ζήλο του αρνείται κάθε δοσοληψία με τα συμβιβαστικά εργαλεία του παρόντος: την κοινωνική μεταρρύθμιση, τα συνδικάτα, τα πολιτικά κόμματα, την κοινοβουλευτική δημοκρατία κ.λπ. Ετσι, ο ακραίος αριστερισμός καταφέρνει, από την έγνοια του να μείνει άσπιλος, να καταλήξει ανίκανος».

 

[email protected]

 

Scroll to top