Pin It

Του Τάσου Παππά

 

«Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε»*. Ο στίχος του Μανόλη Αναγνωστάκη, αν μεταφερθεί στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια την ποιότητα των ανθρώπων (των περισσότερων) που συγκροτούσαν τη διοίκηση του Γ. Παπανδρέου την περίοδο που η χώρα έμπαινε στο Μνημόνιο. Ανεπαρκείς επιχειρησιακά, επιθετικοί επικοινωνιακά, αλαζόνες στην καθημερινή διαχείριση, αλλεργικοί με την κριτική, χομπίστες της πολιτικής. Συνδυασμός που σκοτώνει.

 

Αυτοί λοιπόν οι παράγοντες βρέθηκαν σε κορυφαίες θέσεις, ίσως στη δυσκολότερη φάση της μεταπολεμικής ιστορίας της Ελλάδας. Και καλών προθέσεων να ήταν, θα αποτύγχαναν. Παρέλαβαν καμένη γη [στην κυριολεξία] από την κυβέρνηση του άλλου τέκνου της άλλης μεγάλης πολιτικής δυναστείας και παρέδωσαν ερειπιώνα. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Ακόμη κι αν ήταν διαφορετικοί, ακόμη κι αν διέθεταν όλα τα προσόντα, θα τα είχαν καταφέρει;

 

Με αφορμή την υπόθεση για τη λίστα Λαγκάρντ και τους ερασιτεχνισμούς [μένουμε για την ώρα σ’ αυτήν την ήπιας μορφής αξιολόγηση, μέχρι να φανεί αν υπάρχει και ποινική διάσταση] υπουργών και στελεχών της δημόσιας διοίκησης, ξεκίνησε μια συζήτηση σχετικά με το τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση όταν πρέπει να λειτουργήσει μέσα σ’ ένα σάπιο σύστημα, το οποίο προβάλλει σθεναρή αντίσταση σε κάθε προσπάθεια εξυγίανσής του.

 

Μερικοί απ’ αυτούς που επικαλούνται τους καταναγκασμούς, τις δουλείες και τις δομές του συστήματος είναι ιδεολογικά ιδιοτελείς. Επιστρατεύουν αυτές τις παυσίπονες και βολικές θεωρίες για να δικαιολογήσουν τα αναιμικά αποτελέσματα των πολιτικών τους και να εξωραΐσουν τις αδυναμίες τους. Αυτή είναι η κατάσταση, υποστηρίζουν, και δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες, ούτε να καλλιεργούμε υψηλές προσδοκίες ότι κάτι μπορεί ν’ αλλάξει θεαματικά. Ας πορευτούμε με ό,τι έχουμε κι ας συμφιλιωθούμε με την ιδέα πως οι δυνατότητες για ανατροπές είναι περιορισμένες. Να αρκεστούμε δηλαδή στα μικρά βήματα και στις οριακές ρυθμίσεις, απολακτίζοντας τον τυχοδιωκτικό πειρασμό για μεγάλες τομές.

 

Μας καλούν, μ’ άλλα λόγια, να συνθηκολογήσουμε με τη μετριότητα. Είναι ο ορισμός της καθεστωτικής αντίληψης. Είναι η επιτομή του συντηρητισμού, ο οποίος στην καλύτερη εκδοχή του, μπορεί να γίνει και συμπονετικός. Μυρίζει μούχλα, αλλά είναι μια τίμια εξήγηση. Δεν υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια, δεν προσπαθεί να ντύσει τις ραχιτικές ιδέες του με μεγάλα και ελκυστικά συνθήματα.

 

Το πρόβλημα είναι με τους άλλους, μ’ αυτούς που μιλούν για τολμηρές μεταρρυθμίσεις (η κατάχρηση της λέξης έχει ακυρώσει το αρχικό ελπιδοφόρο νόημά της), για ριζικές τομές στην οικονομία, στο πολιτικό σύστημα, στην καθημερινότητα των πολιτών, αλλά εξαντλούν την ενεργητικότητά τους σε μερεμέτια, που τα παρουσιάζουν με αφρίζουσα αναίδεια ως δομικές παρεμβάσεις. Το εξοργιστικό μ’ αυτούς είναι ότι επιχειρούν να υποδυθούν τους αναμορφωτές, ενώ δεν είναι τίποτε περισσότερο από φορείς μιας αντίληψης διακυβέρνησης που ευθύνεται για την κατάντια της χώρας σε όλα τα επίπεδα.

 

Οι υποψήφιοι σωτήρες του σήμερα είναι οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί (τα κόμματα τους δηλαδή) της οικονομικής καταστροφής και της ανθρωπιστικής κρίσης που πλήττει τη χώρα. Και το χειρότερο; Χρησιμοποιούν με περίσσιο θράσος τα ίδια μέσα (πελατειακά δίκτυα, πομπώδη ρητορική, ψευδεπίγραφα εικονοκλαστικούς τόνους, δαιμονοποίηση των αντιπάλων, αναποδογύρισμα της πραγματικότητας, οργανωμένη βεβήλωση της κοινής λογικής), προκειμένου να πείσουν έναν καθημαγμένο λαό ότι αυτοί είναι οι μόνοι κατάλληλοι για να αντιμετωπίσουν την κρίση και ότι χωρίς αυτούς τον περιμένει ο όλεθρος. Η έπαρση του μοναδικού. Μικροί θεοί στην υπηρεσία του μεγάλου Θεού της Ελλάδας. Επί της ουσίας όμως πρόκειται για την παρακμή που μεταμφιέζεται σε ανατροπή.

 

[email protected]

………………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Εκδόσεις «Νεφέλη».

 

 

 

Scroll to top