09/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το Μetropolitan της Νέας Υόρκης τιμά έναν μεγάλο φωτογράφο

Γκάρι Γουίνογκραντ: ο μαθητής της Αμερικής

Τριγυρνούσε συνεχώς στους δρόμους και απαθανάτιζε τα παράδοξα του αμερικανικού ονείρου: από τη μεσαία τάξη και τους χίπις μέχρι τους ζωολογικούς κήπους και τους μεγάλους πολιτικούς. Μετά τον θάνατό του, το 1984 σε ηλικία 56 χρόνων, βρέθηκαν 250 χιλιάδες φωτογραφίες που δεν είχε καν εκτυπώσει.
      Pin It

Της Παρής Σπίνου

 

Coney Island, New York, 1952

Coney Island, New York, 1952

«Μπορείτε να πείτε ότι είμαι ένας σπουδαστής της φωτογραφίας, το δέχομαι. Αλλά στην πραγματικότητα είμαι ένας σπουδαστής της Αμερικής» έλεγε ο πρωτοποριακός φωτογράφος και δάσκαλος Γκάρι Γουίνογκραντ, ο οποίος στη σύντομη ζωή του (1928-1984) όργωσε κυριολεκτικά τη χώρα, από την αγαπημένη του Νέα Υόρκη ώς το Λος Αντζελες, από το Ντάλας μεχρι το Μαϊάμι καταγράφοντας όψεις του αμερικανικού ονείρου. Εστίασε στη ζωή της μεσαίας τάξης, γεμάτη ευκαιρίες, δυνατότητες και φιλοδοξίες αλλά και άγχη, αγωνίες και ματαιότητες που υποβόσκουν και κάποια στιγμή, σαν ορμητικό ποτάμι, μπορεί να παρασύρουν τα πάντα.

 

Από τους πλέον διάσημους Αμερικανούς φωτογράφους δρόμου του 20ού αιώνα -αν και ο ίδιος απεχθανόταν τον όρο- παθιασμένος και παραγωγικότατος, όταν έφυγε νικημένος από καρκίνο στα 56 του χρόνια άφησε πίσω του πάνω από 26.000 φιλμ. Από αυτά περίπου 6.500, δηλαδή 250.000 φωτογραφίες, δεν τα είχε εμφανίσει ή εκτυπώσει καν. Oμως στην πρώτη αναδρομική έκθεσή του, που εγκαινιάστηκε στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, ο Γκάρι Γουίνογκραντ αποκαλύπτεται μέσα από 175 εμβληματικές εικόνες, πολλές από αυτές άγνωστες, που καταγράφουν τη φρενήρη ζωή στην Αμερική από τη δεκαετία του 1950 ώς τις αρχές του 1980.

 

Γεννημένος στο Μπρονξ, ασχολήθηκε με τη φωτογραφία μετά τη θητεία του στον στρατό, ενώ παράλληλα πήρε μαθήματα ζωγραφικής στο Columbia University. Aρχικά εστίασε με τον φακό του στο μεταπολεμικό Μανχάταν, ενώ τα ξεχωριστά θέματα και το δυναμικό στιλ του τον καθιέρωσαν αμέσως και έγινε περιζήτητος από μεγάλα περιοδικά: «Life», «Look», «Sports Illustrated», «Collier’s» κ.ά. Φωτογράφισε επαγγελματικές και κοινωνικές συναντήσεις, γυναίκες στον δρόμο, διάσημους συγγραφείς και καλλιτέχνες όπως ο Νόρμαν Μέιλερ και ο Τζον Λένον, αθλητές και χίπις, πολιτικούς σαν τον Μάρτιν Λουθερ Κινγκ και τον Τζον Κένεντι, στρατιώτες, ζωολογικούς κήπους και ροντέο, αυτοκίνητα και αεροδρόμια, αντιπολεμικές διαδηλώσεις και απεργίες.

 

Ο Γουίνογκραντ ενδιαφέρεται για πολυπληθείς σκηνές. Ακόμα και 20 άτομα χωρούν στο κάδρο του, το οποίο συχνά δείχνει λοξό καθώς δεν βασίζεται στους οριζόντιους αλλά στους κάθετους άξονες. Τα πλάνα του μοιάζουν χαλαρά, αλλά είναι καλά οργανωμένα. Οι λήψεις φαίνονται ενστικτώδεις, αλλά πάντα έχει τον έλεγχο. Η θεατρικότητα τον κάνει ξεχωριστό. Ομως ακόμα και στις πιο ζωντανές, ανάλαφρες, διασκεδαστικές στιγμές, πίσω από τα χαμόγελα, την ανεμελιά και την ιλαρότητα, υπάρχει η αίσθηση της ανθρώπινης μοναξιάς και απομόνωσης.

 

Η έκθεση χωρίζεται σε τρεις ενότητες: «Down from the Bronx», με φωτογραφίες από τη Νέα Υόρκη της περιόδου 1950-71, «Α student of America», από τα ταξίδια του στην αχανή Αμερική, και «Boom and Bust» από την τελευταία του δεκαετία με επίκεντρο το Λος Αντζελες και το Τέξας.

 

Τριγυρνούσε διαρκώς στους δρόμους με μια μηχανή και με μικρούς φακούς, γρήγορες κινήσεις, απαθανάτιζε τα παράδοξα της αμερικανικής κουλτούρας. «Οταν δουλεύω είμαι ηθοποιός, περφόρμερ, επαγγελματίας, έχω αναπτύξει πολλά παιχνίδια και κινήσεις και γίνομαι αόρατος» έλεγε. «Μερικές φορές αισθάνομαι ότι ο κόσμος είναι ένα μέρος όπου αγόρασα εισιτήριο για να μπω. Μια μεγάλη παράσταση που δεν θα συνέβαινε αν δεν ήμουν εγώ με τη μηχανή μου».

 

Μία από τις πιο γνωστές ενότητές του, «The animals», που επικεντρώνεται στη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα, προέκυψε από τους περιπάτους του με τα παιδιά του στους ζωολογικούς κήπους όταν χώρισε με την πρώτη του σύζυγο. Παράλληλα, με υποτροφία του ιδρύματος Guggenheim, δουλεύει πάνω στην επίδραση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στα γεγονότα και εκδίδει το λεύκωμα «Public Relations». Στο συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος το 1956, όταν ο Κένεντι απευθυνόταν στον κόσμο, του έβγαλε μια φωτογραφία όπου φαίνεται η πλάτη του, το αριστερό του χέρι υψωμένο, ενώ σε μόνιτορ προβάλλεται το πρόσωπό του. «Αν θελετε να μιλήσετε για την επιρροή των ΜΜΕ στα γεγονότα, τότε έχετε όλο το θέμα σας σε μόνο μία φωτογραφία» δήλωσε αργότερα ο Γουίνογκραντ.

 

Δεν πίστευε στην αφηγηματική ικανότητα της εικόνας. «Από μια φωτογραφία βλέπετε πως ένα κομμάτι χώρου και χρόνου φαίνονται στη μηχανή. Δεν θα μάθετε το τι συνέβη. Μπορεί να έχετε μια φωτογραφία δύο ανθρώπων που φιλιούνται, αλλά ίσως να δαγκώνονται. Η εικόνα του υποψήφιου που κάνει χειραψία με τον πρόεδρο θα μπορούσε να είναι σκηνή πάλης…». Αντιθέτως, υποστήριζε πως ο καθένας μπορεί να βγάλει έξυπνες φωτογραφίες. «Αρκεί να χειρίζεται το μέσον με ευφυή τρόπο. Με άλλα λόγια να το χρησιμοποιεί για να κάνει αυτό που κάνει καλύτερα, δηλαδή να περιγράφει».

 

INFO: «Garry Winogrand», Μetropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη, μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου. Στη συνέχεια θα περιοδεύσει παγκοσμίως.

 

[email protected]

 

Scroll to top