26/11/12 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ξεχασμένα φιλμ σε ένα συρτάρι

      Pin It

Της Βένας Γεωργακοπούλου

 

Κάποια φιλμάκια super 8, ξεχασμένα σε ένα συρτάρι, από εκείνα που τράβαγε τη δεκαετία τού ’80 φοιτήτρια στο Παρίσι, αλλά και στα ταξίδια της, χάρισαν στη Στέλλα Θεοδωράκη την πιο προσωπική αλλά συγχρόνως και πιο ανοιχτή επικοινωνιακή ταινία της, τα «Ημερολόγια Αμνησίας».

 

 

Παράδοξο; Καθόλου. Με μεγάλο οίστρο, συναίσθημα, εξυπνάδα αλλά και κόπο κατάφερε οι διαδρομές της στον χρόνο, οι αισθητικές της αναζητήσεις, οι ανθρώπινες περιπέτειές της, οι φίλοι και οι έρωτές της, ακόμα και οι πολιτικές της απόψεις να μεταμορφωθούν από θραύσματα σε ένα ενιαίο σώμα με νόημα και θέση, που μπορεί να συγκινήσει και να πάρει μαζί του μια γεμάτη κινηματογραφική αίθουσα.

 

Η πετυχημένη πρώτη προβολή της ιδιόρρυθμης αυτής ταινίας στο φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» επιτάχυνε και την έξοδό της στις αίθουσες, Αθήνα και Θεσσαλονίκη (6 Δεκεμβρίου).

 

-Αυτή τη φορά ξεκινήσατε ανάποδα. Το υλικό προϋπήρξε της απόφασής σας να κάνετε μια ταινία.

 

«Ακριβώς. Το βρήκα τυχαία σε ένα κλειδωμένο συρτάρι με πολλά αρχεία μέσα, από εκείνα που ξέρεις στο βάθος του μυαλού σου ότι κάπου υπάρχουν, αλλά τα αφήνεις. Και κάποια στιγμή τακτοποιείς και πέφτεις πάνω τους».

 

-Τι ακριβώς ήταν αυτά τα αρχεία;

 

«Ταινίες super 8 από τις χρονιές 1985 και ’86, τότε που σπούδαζα στο Παρίσι».

 

-Είχατε τέτοια μανία να τραβάτε τα πάντα;

 

«Επί έξι χρόνια τράβαγα σχεδόν καθημερινά, όχι μόνο στο Παρίσι, αλλά και όταν επέστρεφα στην Ελλάδα ή ταξίδευα, όπως στην Αυστραλία. Το υλικό ήταν τεράστιο, αλλά σε μια μετακόμιση το 'κλεψε κάποιος και το πούλησε για να αγοράσει τη δόση του. Είχε απομείνει ένα μικρό μόνο μέρος».

 

-Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτές οι super 8 ταινιούλες είναι τέχνη, δεν μοιάζουν καθόλου με φιλμάκια καταγραφής της καθημερινότητας. Εχουν ύφος, προσωπικότητα, γι' αυτό και αντέχουν.

 

«Μα εννοείται ότι δεν τα τράβαγα για να κρατήσω τις αναμνήσεις μου, αλλά γιατί ήθελα να μάθω να μιλάω μέσα από την εικόνα.

 

Ηταν ένα είδος σπουδής, πώς θα «κλείσω» το φως, πώς θα χειριστώ την κίνηση, δηλαδή πάντα έψαχνα μια αισθητική που στην ιστορία του κινηματογράφου την είχαν ήδη μελετήσει κάποιοι άλλοι, που εγώ τότε τους σπούδαζα (ο Μαρκέρ, η Βαρντά, ο Μέκας).

 

Η έγνοια μου για τη φόρμα ήταν αυτόματη ακόμα κι όταν ξέφευγα από αυτή τη λογική και τραβούσα τον πατέρα μου ή τους φίλους μου».

 

-Φαντάζομαι ότι το δυσκολότερο πράγμα ήταν να βρεθεί μια δομή που να υποδέχεται και να ενοποιεί όλα αυτά τα διαφορετικά φιλμάκια.

 

«Η δομή ήταν για μένα το μεγαλύτερο στοίχημα. Με απασχόλησε πάρα πολύ, ενάμιση ολόκληρο χρόνο. Στην αρχή μετέγραψα το υλικό σε ηλεκτρονική μορφή για να το βάλω στο κομπιούτερ να το δουλέψω.

 

Γιατί όλη η δουλειά (εικόνα και μοντάζ) έγινε από μένα. Την πρώτη φορά που ξαναείδα το υλικό, που ελάχιστα θυμόμουνα, έπαθα σοκ, μέχρι που έβαλα τα κλάματα.

 

Η έντονη συναισθηματική φόρτιση κράτησε σε όλη τη διάρκεια της δουλειάς, τόσο διαφορετικής από οτιδήποτε είχα κάνει μέχρι τότε. Ηταν ένα είδος ψυχανάλυσης για μένα, αλλά ταυτόχρονα και μια πολύ ευχάριστη διαδικασία. Με γέμιζε διανοητικά και συναισθηματικά.

 

Σχεδόν αμέσως άρχισα και να γράφω, στο χαρτί ή κατευθείαν σε μικρόφωνο, αυτά που ένιωθα. Τα περισσότερα από όσα ακούγονται στην ταινία είναι αυθόρμητο σπικάζ, κόπηκε μόνο ό,τι δεν πέρναγε τεχνικά».

 

-Πότε και γιατί αποφασίσατε να συμπληρώσετε το παλιό υλικό με καινούργιο, από τη σημερινή Αθήνα, όπως την καταστροφή των κινηματογράφων «Αττικόν» και «Απόλλων»; Απέκτησε έτσι η ταινία σας κι ένα έντονο πολιτικό χρώμα.

 

«Κάποια στιγμή ένιωσα την ανάγκη σ' αυτά τα δυο χρόνια του παρελθόντος μου να αντιπαραβάλω και δυο χρόνια από το παρόν μου.

 

Αρχισα να παίρνω την κάμερα παντού μαζί μου, να τραβάω τους φίλους μου, το σπίτι μου, τη μοναξιά μου, την Αθήνα, τις διαδηλώσεις. Μάζεψα πάρα πολύ υλικό, τόσο που άρχισα να προβληματίζομαι πάνω στην ισορροπία ανάμεσα στο τότε και το τώρα.

 

Πόσες διαδηλώσεις έχουμε δει, σκεφτόμουνα, γιατί να δούμε και μια παραπάνω; Αρχισα να αφαιρώ, να αφαιρώ μέχρι που ένιωσα ότι παρα-αφαίρεσα. Οσο για το πολιτικό στοιχείο, για μένα πολιτική τέχνη δεν είναι το ρεπορτάζ. Πρέπει όλη η ύπαρξή σου και το έργο σου να περιέχουν την πολιτική σου άποψη, να εμπνέονται απ' αυτήν».

 

-Το εύρημα να απευθύνεστε σε έναν παλιό χαμένο φίλο σας, τον Πίτερ, ήρθε αργά ή νωρίς;

 

«Αρκετά νωρίς, αλλά όχι εύκολα. Ηθελε κι αυτό πολλή δουλειά. Δεν ήξερα, αλλά ούτε και τώρα ξέρω πού βρίσκεται ο Πίτερ. Πιθανότατα πάντως θα τον βρω εκεί, στην Αυστραλία. Θα προσπαθήσω, τουλάχιστον».

 

-Ποιοι φαντάζεστε ότι θα ενδιαφέρουν και θα συνομιλήσουν με την ταινία σας;

 

«Θα ήθελα να τη δουν όσοι νιώθουν μια απόγνωση με αυτά που περνάμε τώρα. Είναι ένα γράμμα στον Πίτερ, αλλά ένα γράμμα με απόγνωση, τέτοια που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα νιώσω. Αυτή ήταν και το αίσθημα που με έσπρωχνε συνέχεια, που καθόρισε και τη δομή της ταινίας, της έδωσε συνεκτικό ιστό».

 

INFO: Σενάριο/σκηνοθεσία/κινηματογράφηση/μοντάζ: Στέλλα Θεοδωράκη. Μουσική: Χρήστος Δεληγιάννης. Μοντάζ ήχου: Αλίκη Παναγή. Επεξεργασία χρώματος: Ηλίας Κωνσταντακόπουλος. Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης.

Scroll to top