31/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Η γνωστική περιπέτεια τον 21ο αιώνα

Οι αλχημείες του έρωτα: μεταξύ καρδιάς και εγκεφάλου

Τι ακριβώς είναι η ερωτική αγάπη και γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τη βρουν ή να την εκφράσουν; Πώς γεννιέται και πού «κατοικεί» αυτό το τόσο ισχυρό ανθρώπινο συναίσθημα; Μπορεί η σύγχρονη επιστήμη να μας προσφέρει μια καθολική θεωρία των ερωτικών σχέσεων, ικανή όχι μόνο να μας εξηγεί ή να μας καθοδηγεί, αλλά και να μας.
      Pin It

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

Στο προηγούμενο άρθρο (βλ. «Εφ.Συν.» 23-08-14) προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε το αν και κυρίως το πώς η σημερινή επιστήμη επιχειρεί να κατανοήσει το φαινόμενο της φιλίας. Σήμερα θα εξετάσουμε το απολύτως σχετικό –αλλά πολύ πιο πολύπλοκο– φαινόμενο των ερωτικών σχέσεων, πώς δηλαδή ο επιστημονικός λόγος επιχειρεί να εξηγήσει τις ιδιαιτερότητες του ανθρώπινου ερωτισμού.

 

Οπως συμβαίνει με τα περισσότερα θηλαστικά, και οι άνθρωποι αφιερώνουν πολύ χρόνο στην προετοιμασία και την ικανοποίηση των ερωτικών τους αναγκών, αφού αυτό αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχή αναπαραγωγή τους. Εξ ου και η μεγάλη σπουδαιότητα που έχει το σεξ στη ζωή μας.

 

Καμιά έκπληξη λοιπόν για το γεγονός ότι πίσω από τις περίπλοκες και χρονοβόρες ερωτοτροπίες, που οδηγούν στην πολυπόθητη ερωτική συνεύρεση δύο ανθρώπων, κρύβονται «ενδογενείς» βιολογικοί παράγοντες που χρειάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια για να διαμορφωθούν.

 

Στην έρευνα των βιοχημικών και εγκεφαλικών προϋποθέσεων της ερωτικής μας συμπεριφοράς έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες μια μικρή επανάσταση. Γεγονός που αναπόφευκτα θα οδηγήσει στη ριζική αναθεώρηση πολλών από τις προηγούμενες (ιδιαίτερα βεβαρημένες ιδεολογικά) προκαταλήψεις μας γύρω από το σεξ.

 

Ο ερωτιάρης… εγκέφαλος

 

Θεωρείται πλέον αναμφισβήτητο ότι τόσο η δημιουργία μιας ερωτικής σχέσης όσο και η σφοδρότητα ή η διάρκεια των ερωτικών μας παθών, ακόμη και η αγάπη ή η φροντίδα για τον/τη σύντροφό μας, αποτελούν εκδηλώσεις του ανθρώπινου ερωτισμού. Εκδηλώσεις που διαμορφώνεται όχι μόνον από το περιβάλλον αλλά και από βιοχημικούς παράγοντες οι οποίοι δρουν -άλλοτε ενισχυτικά και άλλοτε κατασταλτικά- πάνω σε συγκεκριμένα ερωτικά «κέντρα» στο εσωτερικό του εγκεφάλου μας.

 

Επιπλέον, είναι ευρύτατα αποδεκτό ότι αυτά τα ρυθμιστικά βιοχημικά μόρια δρουν πολύ διαφορετικά πάνω στις διαφοροποιημένες (ανατομικά και λειτουργικά) εγκεφαλικές δομές που ρυθμίζουν τη σεξουαλική συμπεριφορά ανδρών και γυναικών.

 

Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι. Με αφετηρία τις πρωτοποριακές έρευνες της βιο­ανθρωπολόγου Ελεν Φίσερ (Helen Fisher) οι σύγχρονες επιστήμες του εγκεφάλου διαπίστωσαν ότι ο εγκέφαλος των ερωτευμένων γυναικών λειτουργεί κάπως διαφορετικά από τον εγκέφαλο των ερωτευμένων ανδρών. Στους άνδρες η σκέψη της γυναίκας που επιθυμούν ερωτικά ενεργοποιεί περιοχές του εγκεφάλου τους που σχετίζονται με την όραση και τη στύση, ενώ η σκέψη ενός επιθυμητού άνδρα στις γυναίκες ενεργοποιεί κυρίως εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με ερωτικές μνήμες.

 

Η παραπάνω ανακάλυψη φαίνεται να επιβεβαιώνει, και μάλιστα πειραματικά, μια προγενέστερη καθαρά εμπειρική εικασία: ότι οι περισσότεροι άνδρες προτιμούν να βλέπουν το αντικείμενο του ερωτικού τους πόθου, ενώ οι γυναίκες προτιμούν να το φαντασιώνονται. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει επ’ ουδενί ότι οι γυναίκες αδιαφορούν για τα οπτικά ερωτικά ερεθίσματα ή ότι οι άνδρες δεν φαντασιώνονται ποτέ.

 

Πράγματι, από αυτή και από πολλές άλλες μεταγενέστερες μελέτες προκύπτει ότι στη μακρά εξελικτική ιστορία του είδους μας ο ανθρώπινος εγκέφαλος ανέπτυξε τρία διαφορετικά -τόσο από λειτουργική όσο και από ανατομική άποψη- συστήματα που εγγυώνται την ηδονή κατά την ερωτική πράξη, και μέσω αυτής διασφαλίζουν την επιτυχή αναπαραγωγή μας.

 

Το πρώτο εγκεφαλικό σύστημα σχετίζεται με τη σεξουαλική έλξη και την έντονη ερωτική επιθυμία που μας ωθεί στο να ζευγαρώνουμε. Το δεύτερο, συμπληρωματικό σύστημα, προάγει την ανάδυση του «ρομαντικού έρωτα» και δημιουργεί κίνητρα για να αφιερώνουμε αρκετό πολύτιμο χρόνο και ενέργεια στον ή την ερωτική μας σύντροφο. Τέλος, ένα τρίτο διαφορετικό εγκεφαλικό σύστημα διασφαλίζει τη συντήρηση μιας μακροχρόνιας σχέσης με την ή τον σύντροφό μας.

 

Πάντως, τόσο οι ομοιότητες όσο κυρίως οι διαφορές στη λειτουργία αυτών των τριών ερωτικών κυκλωμάτων ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες εξηγούνται σήμερα όχι μόνον από κάποιες μικροανατομικές διαφορές αλλά και από την παραγωγή και τη δράση διαφορετικών εγκεφαλικών μορίων (κυρίως ορμονών) κατά την εκδήλωση του ερωτισμού στα δύο φύλα.

 

Για πάντα μαζί; Εξαρτάται από τη… βιοχημεία σας

 

Απ’ ό,τι φαίνεται, η ανεξήγητη και ακατανίκητη ερωτική έλξη που νιώθουμε για κάποιον ή κάποια ρυθμίζεται -χωρίς οι ίδιοι να το συνειδητοποιούμε!- από την εκρηκτική παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων τεστοστερόνης, ενώ η έκσταση και η ηδονή που βιώνουμε κατά τη διάρκεια των ερωτικών μας περιπτύξεων καθορίζεται πρωτίστως από την ποσότητα ντοπαμίνης που εκκρίνεται στον εγκέφαλό μας, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης.

 

Οσο για τη μετεξέλιξη μιας πρόσκαιρης σεξουαλικής συνεύρεσης σε μόνιμη και ανθεκτική στον χρόνο ερωτική σχέση, αυτή συνοδεύεται πάντα από την αυξημένη συγκέντρωση και τη σταθερή παραγωγή δύο άλλων ερωτικών ορμονών: της ωκυτοκίνης στις γυναίκες και της βασοπρεσίνης στους άνδρες. Αυτά τα δύο «μόρια του έρωτα» εκκρίνονται μαζικά κατά τις ερωτικές συνευρέσεις μας και συγκεντρώνονται κυρίως στον επικλινή πυρήνα, μια εγκεφαλική δομή που παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία αισθημάτων ικανοποίησης. Και όπως διαπίστωσαν κατόπιν μέσω άλλων πειραμάτων, η μικρή ή μεγάλη συγκέντρωση αυτών των μορίων επηρεάζει επίσης το πόσο πιστοί θα είμαστε στον ή την ερωτική μας σύντροφο!

 

Πράγματι, όπως έδειξε το 2012 με ένα έξυπνο πείραμα ο Ρενέ Χούρλεμαν (Rene Hurlemann), Γερμανός ειδικός στη νευροεπιστήμη των συναισθημάτων, η παραγωγή ωκυτοκίνης όχι μόνον ενισχύει τον ερωτικό μας δεσμό με τον ή τη σύντροφό μας, αλλά συμβάλλει και στο να παραμένουμε πιστοί σε αυτόν ή αυτήν!

 

Η ωκυτοκίνη ήταν ήδη γνωστό ότι αποτελεί μια βασική ορμόνη που εμπλέκεται άμεσα στη γέννηση των ερωτικών αισθημάτων. Οποτε εκκρίνεται από τον υποθάλαμο του εγκεφάλου μας η ορμόνη αυτή μπορεί να προκαλεί αισθήματα χαράς και ευδαιμονίας, συμβάλλοντας έτσι στην ενδυνάμωση των ερωτικών αισθημάτων ενός ζευγαριού.

 

Πράγματι, όπως φαίνεται, η λήψη αυτής της ορμόνης συνοδεύεται πάντα από μια σαφή αύξηση των αισθημάτων εμπιστοσύνης και ενσυναίσθησης (empathy) μεταξύ των ανθρώπων. Στην Αυστραλία μάλιστα έγιναν πειράματα βελτίωσης των προβληματικών συζυγικών σχέσεων μέσω της χορήγησης ωκυτοκίνης.

 

Διοχετεύοντας λοιπόν σε άνδρες εθελοντές ωκυτοκίνη υπό τη μορφή σπρέι ο Ρ. Χούρλεμαν και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι όποτε τη χορηγούσαν -χωρίς να το γνωρίζουν- σε παντρεμένους εθελοντές, αυτοί αντιστέκονταν με πολύ μεγαλύτερη ευκολία στους ερωτικούς πειρασμούς και στις επίμονες προκλήσεις γοητευτικών γυναικών. Κάτι που δεν συνέβαινε με τους άνδρες που ήταν ανύπαντροι ή μη δεσμευμένοι σε κάποια ερωτική σχέση.

 

Αλλοι ερευνητές στις ΗΠΑ, που εργάζονταν πειραματικά με αρουραίους υπό τη διεύθυνση του νευροεπιστήμονα Mohamed Kabbaj, απέδειξαν την ύπαρξη ενός απρόσμενου «επιγενετικού μηχανισμού» που επιτρέπει σε αυτά τα κατώτερα θηλαστικά να τροποποιούν ανάλογα με τις εξωτερικές συνθήκες, δηλαδή ανάλογα με το αν θα έχουν ερωτική επαφή με έναν αρουραίο, την έκφραση των γονιδίων τους που εμπλέκονται στην παραγωγή και τη δέσμευση αυτών των δύο μορίων του έρωτα.

 

Οποτε οι ερευνητές διοχέτευαν με ένεση ωκυτοκίνη στους θηλυκούς αρουραίους και βασοπρεσίνη στους αρσενικούς, διαπίστωναν έκπληκτοι ότι οι μέχρι τότε πολυγαμικοί αρουραίοι μετατρέπονταν σε μονογαμικούς, και μάλιστα εφ’ όρου ζωής!

 

Παρ’ όλα αυτά, σε ό,τι αφορά εμάς τους ανθρώπους, αποτελεί συνήθως κανόνα ότι ύστερα από 18 ή το πολύ 30 μήνες από την πρώτη ερωτική επαφή, ο εγκέφαλός μας έχει αρχίσει να «μπουχτίζει» από την επανάληψη της ερωτικής σχέσης με το ίδιο άτομο. Και όπως ανακάλυψαν, αυτή η υποβάθμιση της ακμαιότατης μέχρι πρότινος ερωτικής μας ζωής σχετίζεται στενά με την εξοικείωση του εγκεφάλου μας με το σύνηθες κοκτέιλ ορμονών, στο οποίο και δεν αντιδρά πλέον ενεργητικά.

 

Σε αυτή την αποφασιστική καμπή κάθε ερωτικής σχέσης τα περισσότερα ζευγάρια χωρίζουν. Και καθένας αρχίζει να αναζητά νέο ερωτικό σύντροφο, για να ζήσει εκ νέου τις τρεις πρώτες, άκρως ερεθιστικές φάσεις κατά τη δημιουργία μιας ερωτικής σχέσης. Πάντως, αυτή η φθίνουσα ερωτική εξέλιξη δεν αποτελεί τον κανόνα: αρκετά ζευγάρια καταφέρνουν να υπερβούν από κοινού την πρόσκαιρη «βιοχημική» τους ανία και να μείνουν μαζί για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ίσως για πάντα.

 

Μήπως η επιστημονική γνώση καταστρέφει τη μαγεία του έρωτα;

 

Συνεπώς, οι βασικές παράμετροι της ερωτικής μας συμπεριφοράς μόνον εν μέρει και μόνον επιφανειακά μπορούν να μεταβάλλονται από τους ευμετάβλητους «εξωγενείς» παράγοντες (πολιτισμικούς ή κοινωνικούς). Με δεδομένες αυτές τις επιστημονικές κατακτήσεις, μας προκαλεί έκπληξη σήμερα το τεράστιο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να αναγνωρίσουμε και να αποδεχτούμε τη βιολογική φύση των παραγόντων που, σε τελευταία ανάλυση, καθορίζουν τα ερωτικά μας ήθη.

 

Από τα όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα ελπίζουμε να έγινε σαφές ότι καμία ουσιαστική πρόοδος στην κατανόηση της ερωτικής μας συμπεριφοράς δεν μπορεί να επιτευχθεί εφόσον αγνοούμε (ή σκοπίμως παραβλέπουμε!) τις βιολογικές-εγκεφαλικές παραμέτρους που, μαζί με το κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον, συνδιαμορφώνουν τις πραγματικά πολυποίκιλες εκδηλώσεις της ερωτικής μας συμπεριφοράς.

 

Σε αυτό το σημείο είναι απολύτως νόμιμο να αναρωτηθεί κανείς: Αραγε, ύστερα από όλες αυτές τις αναλύσεις τι απομένει από την αιθέρια αγάπη ή από το ζωτικό ερωτικό πάθος, αυτά τα δύο «μυστηριώδη» συναισθήματα που τόσο αριστοτεχνικά έχουν εξυμνηθεί από καλλιτέχνες και ποιητές;

 

Πράγματι, το μεγαλύτερο ίσως «μυστήριο» στις ανθρώπινες σχέσεις, η επιθυμία δηλαδή να υπερβούμε τον εαυτό μας μέσα από μια ειλικρινή σχέση αγάπης με τον άλλο, φαίνεται να αποδομείται σήμερα συστηματικά όταν ανάγεται στην «ανούσια» μηχανική των βιομορίων. Μήπως, τελικά, έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι η ορθολογική σκέψη, και συνεπώς η επιστήμη, σκοτώνει τον έρωτα; Μάλλον όχι!

 

Το σφάλμα που διαπράττουν συστηματικά τόσο οι αυτόκλητοι ιππότες του έρωτα όσο και οι επιστημονικά πεφωτισμένοι «αναγωγιστές» είναι ότι συγχέουν τα ερωτικά βιώματα και πάθη με τους μηχανισμούς που τα παράγουν.

 

Λες και το να γνωρίζει κανείς τους μηχανισμούς της πέψης σημαίνει ότι έχει χάσει τη δυνατότητα να απολαμβάνει τα πιο θεσπέσια εδέσματα ή, αντιστρόφως, ότι η ικανότητα να απολαμβάνει εκλεκτά εδέσματα εξαρτάται από το αν γνωρίζει επακριβώς τη λειτουργία των πεπτικών ενζύμων.

 

Οσο τέλεια κι αν γνωρίσουμε τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς του έρωτα, τελικά αυτός πάντα θα μας διαφεύγει. Και αυτό όχι για κάποιους υπερφυσικούς λόγους, αλλά, αντίθετα, εξαιτίας της βαθύτερης φύσης και της υπερβατικής λειτουργίας των εγκεφάλων που, από κοινού, διαμορφώνουν την ερωτική σχέση

 

…………………………………………………………………..

 

Αγαπάτε αλλήλους! Ναι, αλλά πόσους;

 

Ο «πολυερωτισμός» θεωρείται από πολλούς μια νέα μόδα στα ερωτικά μας ήθη που απειλεί να ανατρέψει την παραδοσιακή γεωμετρία των ερωτικών μας σχέσεων: όχι πια μονάχα δύο, αλλά τρεις ή και τέσσερις που ισότιμα μοιράζονται και χαίρονται τον έρωτά τους, χωρίς υποτίθεται τις ενοχλητικές παρενέργειες της ζήλιας και τις συνήθεις ανασφάλειες των παραδοσιακών ζευγαριών.

 

«Θα μπορούσαμε να ορίσουμε τον πολυερωτισμό ως μια ανοιχτή μη μονογαμική σχέση στην οποία τα πρόσωπα που εμπλέκονται άμεσα γνωρίζουν στην εντέλεια ό,τι συμβαίνει ανάμεσα σε όσους συμμετέχουν, και που στο εσωτερικό της άνδρες και γυναίκες έχουν απολύτως ισότιμους ρόλους».

 

Ετσι περιγράφει αυτό το νέο αξιοπερίεργο κοινωνικό φαινόμενο η Αμερικανίδα κοινωνιολόγος Ελίζαμπεθ Σεφ (Elisabeth Sheff), από τους πρώτους ειδικούς που το μελέτησαν.

 

Η προπαγάνδα του «εναλλακτικού» ηδονισμού

 

Σύμφωνα με αυτόν τον μάλλον υπερβολικά ωραιοποιημένο ορισμό, ο σύγχρονος πολυερωτισμός (Polyamory αγγλιστί, από την ελληνική λέξη «πολύς» και τη λατινική «amor») δεν έχει την παραμικρή σχέση με τα άκρως υποκριτικά ερωτικά τρίγωνα του παρελθόντος: αυτός, αυτή και ο ερωμένος ή η ερωμένη. Ούτε όμως πρόκειται για τη συνήθη ανταλλαγή ανάμεσα σε ζευγάρια, διότι, όπως υποστηρίζουν όλοι οι οπαδοί του, «δεν πρόκειται μόνο για σεξ αλλά για ισότιμη σχέση ανάμεσα σε πρόσωπα που αγαπιούνται ειλικρινά».

 

Μολονότι αυτό το νέο φαινόμενο εμφανίστηκε μόλις πριν από λίγα χρόνια αρχικά στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, πολύ σύντομα άρχισε να διαδίδεται και να αποκτά φανατικούς οπαδούς και στη γηραιά Ευρώπη. Για παράδειγμα, στη Γαλλία δημιουργούνται συνεχώς νέα «πολυερωτικά καφέ», στα οποία οι θαμώνες μπορούν να πειραματιστούν με την εφαρμογή αυτής της εναλλακτικής μορφής σχέσης.

 

Στην Ιταλία, καθώς και στην Ελλάδα, έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στα κοινωνικά δίκτυα, όπως π.χ. το facebook, ομάδες ή άτομα που προπαγανδίζουν συστηματικά τα πλεονεκτήματα του πολυερωτισμού. Αλλά και στις συντηρητικές χώρες της Β. Ευρώπης παρουσιάζονται ανάλογα φαινόμενα.

 

Προφανώς, η άσκηση του πολυερωτισμού δεν είναι για όλους και ίσως γι’ αυτό αφορά μόνο μια πολύ μικρή μειοψηφία από φανατικούς οπαδούς για τους οποίους αποτελεί μια «εναλλακτική» δυνατότητα προς εξερεύνηση, δεδομένης της πλήρους, υποτίθεται, παρακμής του κυρίαρχου αλλά αποτυχημένου μονογαμικού μοντέλου.

 

Scroll to top