15/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Η γνωστική περιπέτεια τον 21ο αιώνα

Η κβαντική πραγματικότητα και οι παρατηρητές της

Στις αρχές του καλοκαιριού ανοίξαμε έναν κύκλο συνεντεύξεων γύρω από τις περίπλοκες και συχνά αδιαφανείς σχέσεις εξάρτησης της επιστήμης από την κοινωνία και τον πολιτισμό, και αντιστρόφως. Στα τέλη Αυγούστου λάβαμε ένα εκτενές και ενδιαφέρον κείμενο, γραμμένο από τον φυσικό και επιστημολόγο Δημοσθένη Δαγκλή, στο οποίο εξέφραζε όχι.
      Pin It

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

• Εχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τότε που στη Φυσική διατυπώθηκε η λεγόμενη «ορθόδοξη» ή «κυρίαρχη» κβαντική ερμηνεία του μικρόκοσμου. Εκτοτε έχουν χυθεί τόνοι μελάνης για να διατυπωθούν επιμέρους κριτικές αντιρρήσεις, ριζικές αντιθέσεις ή και «εναλλακτικές» θεωρήσεις. Κατά τη γνώμη σας, γιατί το χάσμα ανάμεσα στην κλασική και την κβαντική ερμηνεία της φύσης παραμένει αγεφύρωτο;

 

Είναι γνωστό ότι, όσον αφορά την έννοια της «αντικειμενικότητας», η κβαντική θεωρία επέφερε πολύ μεγαλύτερη ρήξη με το παρελθόν, δηλαδή την Κλασική Φυσική, απ’ ό,τι η Σχετικότητα.

 

Εισήγαγε το τυχαίο ως δεσπόζον χαρακτηριστικό του φυσικού μικρόκοσμου. Υιοθέτησε πλήρως το θετικιστικό-εμπειριστικό κριτήριο της ύπαρξης, δηλαδή «υπάρχει μόνον ό,τι παρατηρείται». Επίσης θεωρείται πλέον ότι οι πειραματικές συνθήκες αποτελούν συστατικό του «δεδομένου» και έτσι είναι αδύνατον να διαχωριστεί το αντικειμενικό με την παλιά του σημασία.

 

Με άλλα λόγια, το αντικειμενικό θεωρείται ότι «πραγματώνεται» με την παρατήρηση-πείραμα. Αρκετοί όμως αντέδρασαν και εξακολουθούν να αντιδρούν σε αυτές τις ρηξικέλευθες γνωσιολογικές αλλαγές. Η «γάτα του Σρέντιγκερ», η «γάτα του Ράσελ» (που αναφέρεται γενικά στην εμπειρία) εξακολουθούν να στοιχειώνουν φιλοσοφικά την κυρίαρχη ερμηνεία.

 

Ωστόσο το μέγιστο πρόβλημα δεν είναι τόσο η οντολογική παραδοχή της κυριαρχίας του τυχαίου στον μικρόκοσμο ή το εμπειριστικό κριτήριο της ύπαρξης όσο οι άμεσες συνέπειες που προκύπτουν από τον συνδυασμό αυτών των δύο μέσα στον φορμαλισμό της κβαντικής θεωρίας.

 

Με περισσότερο «τεχνικά» λόγια, πρόκειται για την εμφανιζόμενη στις πειραματικές μετρήσεις «μη αναστρεψιμότητα» για την οποία χρειάζεται να αναζητηθεί «υπεύθυνος» (αφού η θεμελιακή εξίσωση της θεωρίας, δηλαδή η κυματοσυνάρτηση του Σρέντιγκερ, εκφράζει μια κλασική, δηλαδή αναστρέψιμη, αιτιοκρατική και συνεχή εξέλιξη).

 

Αν εξαιρέσουμε άλλες λύσεις που προτάθηκαν (π.χ. λανθάνουσες παράμετροι, οι πολλοί κόσμοι του Εβερετ κ.ά. που όμως δεν είναι του παρόντος), ο υπεύθυνος που απομένει και προβάλλεται ως φαβορί είναι το ίδιο το γνωστικό υποκείμενο, δηλαδή ο παρατηρητής ως «νους» ή ως «συνείδηση». Μερικοί, όπως ο διάσημος θεωρητικός φυσικός Γιουτζίν Γουίγκνερ (E. Wigner), θεώρησαν εξαρχής περισσότερο «έντιμη» αυτή την εκδοχή, όμως από τη θέση αυτή μέχρι την… «αγκαλιά του επισκόπου Μπέρκλεϊ» το βήμα είναι σχεδόν μηδαμινό.

 

Ετσι θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι όσο η «ύπαρξη» των μικροφυσικών «δεδομένων» θα εξαρτάται ή θα επηρεάζεται από τον νου ή τη συνείδηση του παρατηρητή, τότε ένας απροκάλυπτος ιδεαλισμός θα είναι πάντα παρών στην κβαντική περιγραφή του μικρόκοσμου.

 

Η διαπίστωση αυτή δεν ισοδυναμεί βέβαια σε καμία περίπτωση με σιωπηρή αποβολή του ανθρώπου-παρατηρητή από τη φύση και άρα με αναζήτηση ενός «αρχιμήδειου» σημείου εκτός φύσης για την περιγραφή και την κατανόησή της.

 

Επιπλέον η νέα φυσική φιλοσοφία που καθιέρωσε η κυρίαρχη κβαντομηχανική ερμηνεία με τον νέο της γλωσσικό-εννοιολογικό εξοπλισμό που είναι «ασύμμετρος» με τον προηγούμενο, ουσιαστικά «έκοψε τη φύση στα δύο». Οπως έγραφε ο Ν. Χάνσον (N. R. Hanson): «Δεν υπάρχει λογική κλίμακα που να διατρέχει τη Φυσική των 10-28 cm έως τη Φυσική των 1.028 ετών φωτός». Με άλλα λόγια, καθιερώθηκαν δύο ριζικά ξένα μεταξύ τους πλαίσια κατανόησης της φύσης, με λίαν αμφισβητούμενες δυνατότητες «συνεννόησής» τους.

 

• Εντούτοις πολλοί αξιόλογοι φυσικοί και επιστημολόγοι αντιτείνουν στις κριτικές αντιρρήσεις στην κυρίαρχη ερμηνεία της κβαντικής φυσικής αφενός την ευρύτατη αποδοχή της από την επιστημονική κοινότητα και αφετέρου την τεχνολογική «εφαρμοσιμότητα» αυτών των ιδεών.

 

Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην προκαλείται σύγχυση με την έννοια της «αντικειμενικότητας», όταν π.χ. χρησιμοποιείται το στρεψόδικο και παραπλανητικό επιχείρημα της τεράστιας ποικιλίας των σημερινών τεχνολογικών προϊόντων για να υποστηριχθεί αυτή.

 

Πρόκειται για σιωπηρή μετάθεση, συνειδητή ή όχι, της σημασίας της αδήριτης αντικειμενικότητας των προϊόντων αυτών στην «αντικειμενικότητα», δηλαδή αλήθεια-ορθότητα των βασικών παραδοχών της κυρίαρχης θεωρίας.

 

Θα ήταν το ίδιο, αν ζούσαμε στους περασμένους αιώνες της παντοκρατορίας του μηχανικισμού και υποστηρίζαμε ότι λόγω των θαυμαστών τεχνολογικών εφαρμογών της επιστήμης της εποχής αυτή είναι «αντικειμενική», υπονοώντας ότι οι βασικές παραδοχές της νευτώνειας φυσικής (π.χ. απόλυτος ευκλείδειος χώρος και χρόνος) είναι απολύτως φυσικές ή «αντικειμενικές» αλήθειες.

 

• Πίσω από την εμμονή με τα παρατηρησιακά ή τα εμπειρικά δεδομένα κρύβεται συνήθως η εύλογη και θεμιτή προσπάθεια να διασφαλιστεί, έστω πρόσκαιρα, η αυτονομία της επιστημονικής γνώσης από τις ιδεολογικές ή και τις φιλοσοφικές επιρροές της εποχής. Πόσο εφικτή ή αποτελεσματική θεωρείτε ότι είναι αυτή η άμυνα της Φυσικής και ευρύτερα της επιστήμης από την ιδεολογία;

 

Οπως ανέκαθεν συνέβαινε με την επιστήμη έτσι και η σύγχρονη Φυσική δεν μπορεί να «θωρακιστεί», να αποστειρωθεί από φιλοσοφικές και ιδεολογικές επιρροές όπως βέβαια και να μην προκαλέσει τέτοιες, εφόσον αποτελεί ιστορικό-κοινωνικό φαινόμενο.

 

Ταυτόχρονα όμως η διάκριση του φιλοσοφικού-ιδεολογικού από το επιστημονικό δεν είναι πάντα σαφής. Ιστορικές περιπτώσεις που συχνά αναφέρονται, όπως π.χ. η ναζιστική αντίδραση στις θεωρίες σχετικότητας ή η τραγική περίπτωση Λισένκο (Lysenko) στη Σοβιετική Ενωση, δεν συνιστούν τα καλύτερα παραδείγματα. Τα τελευταία αποτελούν βραχύχρονες παρεμβάσεις-διαστρεβλώσεις μιας ιδιαίτερης ιδεολογικοπολιτικής σκοπιμότητας (ούτε μπορούν να ενταχθούν στα «ad hoc στρατηγήματα» που πρότεινε ο Καρλ Πόπερ).

 

Μπορούμε όμως να αναφερθούμε σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. στην αρχαιοελληνική πλατωνική παράδοση όπου η «ιερότητα» της κυκλικότητας αποτελεί φιλοσοφικό-ιδεολογικό γνώρισμα. Αυτή όμως μαζί με τη γεωκεντρικότητα δόμησαν ένα μακραίωνο «παράδειγμα» που καλύπτει μεγάλο μέρος της ιστορίας της επιστήμης.

 

Οι δύο πυλώνες που διακρίνουν τη νεωτερική θεωρητική επιστήμη, δηλαδή ο εμπειρικός-πειραματικός έλεγχος κάθε φυσικής θεωρίας και η «διαψευσιμότητά» της (το κριτήριο του Καρλ Πόπερ), δεν αρκούν για να την καταστήσουν απόλυτα αυτόνομη. Η αλληλόδραση μεταξύ «εξωτερικής» και «εσωτερικής» ιστορίας, την οποία ανέδειξε με το έργο του ο Ιμρε Λάκατος (I. Lakatos), αν και συχνά αδιαφανής, είναι πάντα παρούσα. Αυτό σημαίνει μια σαφή επίδραση των προκαταλήψεων (ιδεολογιών, «δογμάτων» κ.λπ.) στην επιστημονική δημιουργία.

 

Προφανώς και η επιστήμη επίσης δημιουργεί τα δικά της ιστορικά «εσωτερικά» δόγματα. Ετσι, ορισμένοι φυσικοί και επιστημολόγοι δεν αντιμετωπίζουν με την ίδια αντιδογματική διάθεση, που επιφυλάσσουν στα «εξωτερικά» δόγματα, κάποιες επιστημονικές αρχές, όπως π.χ. την «αρχή απροσδιοριστίας» του Χάιζενμπεργκ (W. Heisenberg). Αντίθετα, φαίνεται να την αποδέχονται ως δόγμα με ισχύ ισάξια, θα λέγαμε, ενός επιστημολογικού καντιανού a priori.

 

Θα πρέπει κοινότοπα να τονίζεται ότι οι επιστήμονες με φιλοσοφικές ανησυχίες οφείλουν να διαθέτουν ουσιώδη και επαρκή φιλοσοφική παιδεία, ώστε, όπως έλεγε ο Γκαστόν Μπασελάρ (G. Bachelard), «να αποκατασταθεί η συνείδηση του μη αυστηρού για να είναι δυνατή μια πλήρης συνειδητοποίηση του αυστηρού».

 

Αυτή η προσέγγιση θα ακύρωνε κάποιες πεσιμιστικές απόψεις, όπως αυτή που εξέφρασε ο επιφανής επιστημολόγος Ι. Λάκατος μέσω μιας υπερβολικά απαξιωτικής μεταφοράς: «Οι επιστήμονες γνωρίζουν για τα περί την επιστήμη τους {εννοώντας εκτός του τρόπου λειτουργίας μιας φυσικής θεωρίας-υπόθεσης, τις φιλοσοφικές γνωσιολογικές ιδεολογικές καταβολές και επιδράσεις της} όσο τα ψάρια από ιχθυολογία» (!).

 

• Η όντως περίπλοκη συνύπαρξη «αυτονομίας-εξάρτησης» της επιστημονικής γνώσης και πρακτικής από το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο αναδεικνύεται και στο βιβλίο σας για τον μεγάλο Γάλλο φυσικό και επιστημολόγο Πιερ Ντιέμ (Pierre Duhem). Θα θέλατε να μας παρουσιάσετε συνοπτικά τα βασικά συμπεράσματα αυτής της μελέτης;

 

Η επιστήμη είναι πάντα «αυτόνομη» και ταυτόχρονα «σχετική». Η αιτία του δεύτερου χαρακτηριστικού της βρίσκεται ακριβώς στην ιστορικο-κοινωνική διάσταση της ανθρώπινης συνείδησης που χαρακτηρίζει όλα τα προϊόντα της τελευταίας, άρα και την επιστήμη.

 

Ο Π. Ντιέμ αποπειράται μια αξιόλογη περιγραφή της ιδιαίτερης ικανότητας κάθε επιστήμονα, ικανότητα που του επιτρέπει να επιλέγει μία μεταξύ πολλών επιστημονικών υποθέσεων ή θεωριών και η οποία συνιστά ένα είδος άτυπης ορθολογικότητας. Ο Ντιέμ την αποκαλεί «ορθοκρισία» (bon sens), όρο δανεισμένο από τον Πασκάλ (Pascal).

 

Να πώς την περιγράφει: «Η ιδιαίτερη κλίση του πνεύματός του, οι υπερισχύουσες ικανότητές του, τα δόγματα που είναι διάσπαρτα στο περιβάλλον του, η παράδοση των προκατόχων του, οι συνήθειες που έχει υιοθετήσει, η μόρφωση-παιδεία που έχει λάβει, θα είναι οδηγός του και όλες αυτές οι επιδράσεις θα ανευρεθούν στη μορφή της θεωρίας που αυτός θα συλλάβει».

 

Το «σχετικό» και το «αυτόνομο» της φυσικής επιστήμης είναι και θα παραμείνουν -αναπόδραστα και αλληλοδρασιακά- συνδεδεμένα μεταξύ τους χωρίς το ένα να μπορεί να επιβληθεί πάνω στο άλλο. Η φιλοσοφική έρευνα της επιστήμης κινείται «σαν εκκρεμές ανάμεσά τους» με κατά καιρούς διαφαινόμενες προτιμήσεις, όπως το λέει ο Αριστείδης Μπαλτάς.

 

Ισως η διαλεκτική αντιμετώπιση των αντιθέσεων, της «εξωτερικής» και της «εσωτερικής» ιστορίας των επιστημών, είναι η πιο πολλά υποσχόμενη, παρά το γεγονός ότι στο παρελθόν οδήγησε συχνά σε μη αποδεκτές ακρότητες λόγω βεβιασμένων οντολογικών παραδοχών, πολιτικο-ιδεολογικών εμμονών και σκοπιμοτήτων.

 

• Ειδικότερα στη φιλοσοφία της Φυσικής διαπιστώνει κανείς, προς το τέλος του εικοστού αιώνα, μια σαφή μετατόπιση της προβληματικής από την «αλήθεια» των θεωριών στον «ρεαλισμό» των μικροφυσικών αντικειμένων. Πώς βλέπετε αυτές τις επιστημολογικές εξελίξεις;

 

Η μετατόπιση που λέτε είχε ξεκινήσει δειλά ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Η έννοια της «σύμβασης», εκδιώκοντας τις «αιώνιες αλήθειες», τα «αυτονόητα» και τα a priori, καθιερώθηκε σταδιακά στις φιλοσοφικές αναζητήσεις για τη θεμελίωση των φυσικών θεωριών. Η σύμβαση εκπροσωπεί το «σχετικό» που προαναφέρθηκε.

 

Ο συμβατισμός ήταν αυτός που απελευθέρωσε την επιστήμη από τις δεσμεύσεις ενός απλοϊκού ρεαλισμού, επιτρέποντας τη δημιουργία ρηξικέλευθων θεωριών όπως η σχετικότητα και η κβαντομηχανική. Ο συμβατισμός όμως εύκολα μπορεί να οδηγήσει στον αγνωστικισμό, γι’ αυτό και υπήρχε η συνεχής ανάγκη προσφυγής στον ρεαλισμό.

 

Η εμπειρία και ο πειραματισμός εκπροσωπούν και μπορούν να υποστηρίξουν το «αυτόνομο» της επιστήμης, αλλά όχι τον οντολογικό ρεαλισμό που, όπως υποστηρίζει ο Χίλαρι Πάτναμ (H. Putnam), είναι «ο μόνος που κάνει την επιστήμη να μη μοιάζει με θαύμα».

 

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι η στάση του ρεαλιστή Αϊνστάιν (A. Einstein), ο οποίος χρησιμοποιεί συμβατιστικά επιχειρήματα στις διαρκείς αντιπαραθέσεις του με τον φίλο του εμπειριστή Χ. Ράιχενμπαχ (H. Reichenbach) για το θέμα της φυσικής γεωμετρίας.

 

Μετά το νόημα που προσέδωσε η κυρίαρχη κβαντομηχανική ερμηνεία στον ρεαλισμό είναι πλέον επιτακτική ανάγκη να διευρυνθεί η προβληματική της σύγχρονης φιλοσοφίας της επιστήμης σχετικά με τον ρεαλισμό. Γεγονός που εύλογα δίνει το δικαίωμα σε αρκετούς να πιστεύουν ότι το θέμα παραμένει ανοιχτό. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι, κατά μία ιστορική αναλογία, οι τελευταίοι ανήκουν στους σύγχρονους συντηρητικούς «αριστοτελικούς» που βρίσκονται σε διαμάχη με τους «γαλιλαιικούς» της εποχής μας!

 

Ισως η ευτυχής συνάντηση του επιστημονικού ρεαλισμού με έναν εξελισσόμενο διαλεκτικό υλισμό -τον οποίο ο Ενγκελς χαρακτήριζε ως την «επιστήμη της καθολικής αλληλοσύνδεσης»- να έχει εξηγητικά πλεονεκτήματα. Στην ανάπτυξη μιας νέας διαλεκτικής προσέγγισης έχουν συμβάλει με το πλούσιο έργο τους ο Ιταλός Λ. Τζέιμονατ (L. Geymonat) και ο Ευτύχης Μπιτσάκης.

 

• Η δυναμική της σύγχρονης επιστήμης παρουσιάζει μια πρωτοφανή «ελευθεριότητα»: γεννά τα πιο ευφάνταστα και αντιδιαισθητικά αντικείμενα, επινοημένα επί τούτου για να ικανοποιούν αμιγώς θεωρητικές ανάγκες. Πόσο νόμιμη -φιλοσοφικά ή μεθοδολογικά- θεωρείτε αυτήν τη σύγχρονη επιστημονική ελευθεριότητα;

 

Εχετε δίκιο, στην εποχή μας η έρευνα του μικρόκοσμου, σε συνδυασμό βέβαια πάντα με την αντίστοιχη στον χώρο της Κοσμολογίας, έχει δημιουργήσει μια εκρηκτική κατάσταση όσον αφορά την υπερπαραγωγή ευφάνταστων και ανοίκειων θεωρητικών επινοήσεων.

 

Οροι όπως «μη τοπικότητα και υπερφωτεινές ταχύτητες», «τελεολογική κατασκευή του κόσμου», «παράλληλα σύμπαντα», «ολογραφικό σύμπαν», «τηλεμεταφορά» και άλλοι πολλοί εξάπτουν συνεχώς τη φαντασία.

 

Ζούμε, θα λέγαμε, μια εποχή ενός επιστημονικοθεωρητικού «anything goes» (όλα επιτρέπονται) μέσα πάντα στο «βασίλειο του ισχυρά ανοίκειου». Μια εποχή εντελώς αντίθετη απ’ αυτήν π.χ. του «συντηρητικού» Πουανκαρέ (Henri Poincare) ο οποίος , όταν ανακάλυψε -πρώτος αυτός- τις ασυνεχείς συναρτήσεις, τις απέρριψε χαρακτηρίζοντάς τες «τέρατα».

 

Η υπερδραστηριότητα αυτή βέβαια κάθε άλλο παρά αθέμιτη μπορεί να χαρακτηριστεί. Οι εποχές αλλάζουν και μαζί βέβαια οι τρόποι σκέψης και οι ρυθμοί επιστημονικής-θεωρητικής παραγωγής.

 

Δεν θα έπρεπε ωστόσο να παραγνωρίσουμε ένα κοινό χαρακτηριστικό που, όλο και συχνότερα, εμφανίζεται σήμερα με κλιμακούμενη τάση κυριαρχίας. Πρόκειται για την επίμονη παρουσία και ισχυροποίηση του «ιδεαλισμού» στις διάφορες εκδοχές του ενάντια στον «υλισμό». Το γνωστό αντιθετικό ζεύγος που για κάποιους θεωρείται πλέον… ξεπερασμένο.

 

Πρόθυμα βέβαια θα παραδεχθούμε ότι και αυτοί οι δύο αντιθετικοί όροι δεν εξαιρούνται από τη γενικότερη ιστορική εξέλιξη των ανθρώπινων ιδεών. Ομως ακόμη και αν υιοθετήσουμε την προτροπή του Ενγκελς (F. Engels), ότι κάθε μεγάλη επιστημονική ανακάλυψη επιβάλλει και τροποποίηση της αντίληψής μας για τον «υλισμό», αυτό βέβαια δεν συνεπάγεται την υποταγή του τελευταίου στον «ιδεαλισμό», που συνήθως αποτελεί «μεταμφιεσμένη πνευματοκρατία».

 

Ισως πάλι, με αφορμή την κβαντική θεωρία, να κλείνει τον ιστορικό της κύκλο η νεωτερική διάκριση μεταξύ «αντικειμένου» και «υποκειμένου». Η τεράστια σημασία μιας τέτοιας πιθανής εξέλιξης είναι προφανής και έχει διερευνηθεί από πολλούς φιλόσοφους (με πρώτο τον Νίτσε), αλλά δεν είναι του παρόντος να τη σχολιάσουμε, σίγουρα όμως ενισχύει τη σκεπτικιστική τάση των… «αντιρρησιών» της κυρίαρχης κβαντομηχανικής ερμηνείας.

 

…………………………………………..

 

Ποιος είναι

 

Ο Δημοσθένης Μ. Δαγκλής είναι φυσικός και διδάκτωρ Φιλοσοφίας της Επιστήμης. Εχει διδάξει επί πολλά έτη στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κείμενά του πάνω σε θέματα Φιλοσοφίας της Επιστήμης αλλά και γενικότερου θεωρητικού ενδιαφέροντος έχουν δημοσιευτεί σε βιβλία-εκδόσεις συνεδρίων, επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες. Είναι συγγραφέας του αξιόλογου βιβλίου «Φυσική επιστήμη και πραγματικότητα» (εκδόσεις Νήσος 2011).

 

Scroll to top