29/09/13


Ο κακός μας ο καιρός, με μπούκωμα και καταρροή

Αν και δεν είναι απειλητική για τη ζωή, η ρινίτιδα και γενικότερα οι φλεγμονές της μύτης μπορεί να μας κάνουν πραγματικά δυστυχισμένους... χαρίζοντάς μας πονοκεφάλους, ενοχλητικά φταρνίσματα και ανοσμία. Προσοχή, δεν συνιστάται αντιβίωση, αν όμως η κατάσταση γίνει δυσμενής και χρονίζουσα, μπορεί να μας οδηγήσει σε ενδοσκοπική.
      Pin It

Αν και δεν είναι απειλητική για τη ζωή, η ρινίτιδα και γενικότερα οι φλεγμονές της μύτης μπορεί να μας κάνουν πραγματικά δυστυχισμένους… χαρίζοντάς μας πονοκεφάλους, ενοχλητικά φταρνίσματα και ανοσμία. Προσοχή, δεν συνιστάται αντιβίωση, αν όμως η κατάσταση γίνει δυσμενής και χρονίζουσα, μπορεί να μας οδηγήσει σε ενδοσκοπική χειρουργική αποκατάσταση για τον επαναερισμό των παραρρινίων κόλπων

 

Αποσυμφορητικά

 

Πυρετός δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει, εκτός και αν η φλεγμονή επεκταθεί προς τον φάρυγγα, τον λάρυγγα κ.λπ. Θεραπευτικά, η χρήση αποσυμφορητικών σκευασμάτων μπορεί να ελαττώσει τα τοπικά συμπτώματα της οξείας ρινίτιδας, όμως το χρονικό διάστημα εφαρμογής των τελευταίων δεν πρέπει να υπερβαίνει τη μία εβδομάδα.

 

Του δρος Πέτρου Β. Βλασταράκου*

 

Η οξεία ρινίτιδα (συνάχι) είναι μια εξαιρετικά συχνή φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και προκαλείται συνήθως από ιούς (ρινοϊούς, αδενοϊούς, ιούς της γρίπης). Εμφανίζει έξαρση κατά τους χειμερινούς μήνες λόγω της ψύξης του ρινικού βλεννογόνου, ενώ ο συγχρωτισμός των ατόμων διευκολύνει τη μεταδοτικότητά της.

 

Η κλινική εικόνα της οξείας ρινίτιδας χαρακτηρίζεται από ελαφρό κνησμό στο εσωτερικό της μύτης και φτάρνισμα, ενώ υπάρχουν και καταρροϊκά φαινόμενα με άφθονη και συνεχή υδαρή έκκριση και δακρύρροια. Παρά την καταρροή, εμφανίζεται απόφραξη της μύτης (μπούκωμα) με συνοδό καρηβαρία (βαρύ κεφάλι), ενώ λόγω του οιδήματος της περιοχής υπάρχει και ανοσμία. Πυρετός δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει, εκτός και αν η φλεγμονή επεκταθεί προς τον φάρυγγα, τον λάρυγγα κ.λπ.

 

Με την πάροδο του χρόνου το ρινικό έκκριμα μεταβάλλεται σε βλεννώδες ή βλεννοπυώδες και συνήθως μέσα σε λίγες μέρες υποχωρεί. Θεραπευτικά, η χρήση αποσυμφορητικών σκευασμάτων μπορεί να ελαττώσει τα τοπικά συμπτώματα της οξείας ρινίτιδας, όμως το χρονικό διάστημα εφαρμογής των τελευταίων δεν πρέπει να υπερβαίνει τη μία εβδομάδα. Αντιβίωση δεν συνιστάται.

 

Επιμόλυνση παραρρινίων κόλπων

 

Η συνέχιση της καταρροής για χρονικό διάστημα άνω των 10 ημερών μπορεί να υποδηλώνει συμμετοχή των παραρρινίων κόλπων, όπως λ.χ. του ιγμορείου άντρου. Οι παραρρίνιοι κόλποι είναι στην πραγματικότητα κοίλα οστά του προσώπου, που επειδή φυσιολογικά είναι γεμάτα αέρα συντελούν στη μείωση του συνολικού βάρους του κρανίου. Σε κάθε ήμισυ του προσώπου υπάρχουν 5 ομάδες παραρρινίων κόλπων: α) το γναθιαίο άντρο (ή ιγμόρειο), β) οι πρόσθιες ηθμοειδείς κυψέλες, γ) ο μετωπιαίος κόλπος, δ) οι οπίσθιες ηθμοειδείς κυψέλες, και ε) ο σφηνοειδής κόλπος.

 

Οι παραρρίνιοι κόλποι είναι και αυτοί επενδεδυμένοι από βλεννογόνο παρόμοιο με του υπόλοιπου αναπνευστικού συστήματος. Το χαρακτηριστικό του βλεννογόνου αυτού είναι ότι περιέχει τριχίδια (κροσσούς) που απομακρύνουν τη βλέννα προς τον ρινοφάρυγγα, όχι όμως τυχαία, αλλά ακολουθώντας καθορισμένες οδούς. Σε περίπτωση οξείας ρινίτιδας το οίδημα του ρινικού βλεννογόνου μπορεί να αποφράξει τα στόμια των παραρρινίων κόλπων, διαταράσσοντας με τον τρόπο αυτόν τον αερισμό τους. Αυτό έχει αποτέλεσμα τη διαταραχή της προαναφερθείσης βλεννοκροσσωτής λειτουργίας και τη στάση των εκκρίσεων μέσα στους κόλπους. Η επιμόλυνση των στάσιμων αυτών εκκρίσεων έχει συνέπεια τη μικροβιακή τους φλεγμονή. Οι παραρρινοκολπίτιδες δηλαδή προκαλούνται κατά κανόνα ρινογενώς, γι’ αυτό και είναι περισσότερο συχνές κατά τους χειμερινούς μήνες, ενώ σπανιότερα και μόνο το ιγμόρειο μπορεί να φλεγμαίνει και από επέκταση μιας οδοντικής φλεγμονής. Περίπου 0,5-13% των ιογενών λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού καταλήγουν τελικά σε παραρρινοκολπίτιδα (λογικό ποσοστό αν αναλογιστούμε πόσο συχνά αρρωσταίνουμε), η ίδια όμως η συχνότητα της παραρρινοκολπίτιδας δεν είναι και μικρή, προσεγγίζοντας το 16% των ενηλίκων σε μελέτες των ΗΠΑ.

 

Ανάλογα με την εντόπιση της φλεγμονής, η παραρρινοκολπίτιδα διακρίνεται σε ιγμορίτιδα, ηθμοειδίτιδα, μετωπιαία κολπίτιδα και σφηνοειδίτιδα ή παγκολπίτιδα, αν πάσχουν όλοι οι προαναφερθέντες κόλποι. Στην οξεία παραρρινοκολπίτιδα η φλεγμονή διαρκεί μέχρι 6-8 εβδομάδες, ενώ η υποτροπιάζουσα μορφή χαρακτηρίζεται από 4 (ή λιγότερα) επεισόδια διάρκειας 10 ημερών μέσα σε ένα χρόνο. Στη χρόνια παραρρινοκολπίτιδα η συμπτωματολογία επιμένει πέραν των 8 εβδομάδων (πέραν των 12 στα παιδιά), ενώ η υποτροπιάζουσα μορφή χαρακτηρίζεται από τουλάχιστον 5 επεισόδια διάρκειας τουλάχιστον 10 ημερών μέσα σε ένα χρόνο (6 αν πρόκειται για παιδιά).

 

Συμπτώματα και θεραπεία

 

Κύριο σύμπτωμα της οξείας παραρρινοκολπίτιδας είναι ο έντονος πόνος, ο οποίος επιτείνεται με το σκύψιμο ή τον βήχα. Η εντόπιση του πόνου εξαρτάται από τον κόλπο που φλεγμαίνει (παρειά, ριζορρίνιο και έσω κανθός, μετωπιαία χώρα, κορυφή της κεφαλής, για το ιγμόρειο άντρο, τις ηθμοειδείς κυψέλες, τον μετωπιαίο και τον σφηνοειδή κόλπο, αντίστοιχα). Υπάρχει επίσης βλεννοπυώδης ή πυώδης ρινική έκκριση, ρινική απόφραξη και υποσμία ή ανοσμία.

 

Η μικροβιολογία της οξείας παραρρινοκολπίτιδας περιλαμβάνει τον πνευμονιόκοκκο, τον αιμόφιλο της ινφλουένζας και την καταρροϊκή μοραξέλλα, ενώ αναερόβιοι μικροοργανισμοί μπορεί να εμπλέκονται στην οδοντογενή ιγμορίτιδα. Η θεραπεία της οξείας παραρρινοκολπίτιδας περιλαμβάνει την από του στόματος χορήγηση ευρέος φάσματος αντιβιοτικών, όπως ο συνδυασμός αμοξυκιλλίνης/κλαβουλανικού οξέος, ή μια δεύτερης γενιάς κεφαλοσπορίνη. Η χρήση τοπικών αποσυμφορητικών σκευασμάτων είναι επίσης εξαιρετικά χρήσιμη, όπως και η χορήγηση αντιπυρετικών/αντιφλεγμονωδών φαρμάκων επί πυρετού ή έντονου πόνου.

 

Η χρόνια παραρρινοκολπίτιδα είναι συνήθως αποτέλεσμα ατελώς θεραπευθείσης οξείας φλεγμονής, ενδεχομένως σε συνδυασμό με την ύπαρξη δυσμενών τοπικών συνθηκών για τον αερισμό των παραρρινίων, όπως μια σκολίωση στο ρινικό διάφραγμα (δηλαδή έσω κύρτωσή του προς τη μία ή την άλλη πλευρά), ή υπερτροφία του ρινικού βλεννογόνου λόγω αλλεργικής προδιάθεσης. Η τελευταία συνήθως εμφανίζει έξαρση κατά τους εαρινούς και φθινοπωρινούς μήνες που το φορτίο των αλλεργιογόνων παραγόντων (π.χ. γύρη, φύλλα δέντρων) και η υγρασία είναι μεγαλύτερα, ενώ η παρουσία της καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους μπορεί να υποδηλώνει ευαισθησία σε ακάρεα της οικιακής σκόνης.

 

Κύριο σύμπτωμα της χρόνιας παραρρινοκολπίτιδας είναι η έντονη ρινική απόφραξη, σε συνδυασμό με αίσθημα βάρους στο πρόσωπο και κεφαλαλγία. Υπάρχουν επίσης βλεννοπυώδεις ρινικές εκκρίσεις και υποσμία ή ανοσμία, ενώ ενίοτε παρατηρούνται και ρινικοί πολύποδες, δηλαδή φλεγμονώδεις διογκώσεις του βλεννογόνου των παραρρινίων που προβάλλουν μέσα στη ρινική κοιλότητα. Η μικροβιολογία της χρόνιας παραρρινοκολπίτιδας περιλαμβάνει συνδυασμό αερόβιων και αναερόβιων μικροβίων. Η δε θεραπεία της είναι καταρχήν συντηρητική με χορήγηση διπλού αντιβιοτικού σχήματος ευρέος φάσματος που να καλύπτει και τους αναερόβιους μικροοργανισμούς, όπως ο συνδυασμός αμοξυκιλλίνης/κλαβουλανικού οξέος με μετρονιδαζόλη.

 

Οι ρινοπλύσεις με φυσιολογικό ορό και η χρήση τοπικών αποσυμφορητικών σκευασμάτων που περιέχουν κορτικοστεροειδή είναι επίσης εξαιρετικά χρήσιμες, όπως και η χορήγηση αντιισταμινικών φαρμάκων. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί λήψη κορτικοστεροειδών και από του στόματος.

 

* Ο Πέτρος Β. Βλασταράκος είναι ωτορινολαρυγγολόγος, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Χειρουργική αποκατάσταση ενδορρινικά

 

Επιπρόσθετα δυσμενείς τοπικά παράγοντες για τον αερισμό των παραρρινίων είναι η σκολίωση του ρινικού διαφράγματος, που μπορεί να αντιμετωπιστεί κατά τη διάρκεια της ίδιας ενδοσκοπικής χειρουργικής συνεδρίας για την απομάκρυνση του φλεγμαίνοντος βλεννογόνου και των πολύποδων και τον καθαρισμό των πυωδών ρινικών εκκρίσεων στους παραρρινίους κόλπους. Στα παιδιά μετά την αντιμετώπιση της φλεγμονής μπορεί να χρειαστεί και αφαίρεση των αδενοειδών εκβλαστήσεων (κρεατάκια)

 

Εκεί όμως όπου έχει γίνει πραγματική επανάσταση κατά την τελευταία 15ετία είναι στη χειρουργική αντιμετώπιση της χρόνιας παραρρινοκολπίτιδας. Πράγματι, η δυσμενής επίδραση της χρονίζουσας αυτής κατάστασης στην καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής των ασθενών, σε συνδυασμό με την αποτυχία της συντηρητικής αγωγής, καθιστά απαραίτητη τη χειρουργική αποκατάσταση της φυσιολογικής κατάστασης των παραρρινίων κόλπων, την απομάκρυνση του φλεγμαίνοντος βλεννογόνου και των πολύποδων και των καθαρισμό των πυωδών ρινικών εκκρίσεων.

 

Αυτό γίνεται ενδορρινικά (χωρίς δηλαδή εξωτερικές τομές) με τη χρήση ειδικών ενδοσκοπίων με προσαρμοσμένη κάμερα και ενδοσκοπικών μικρο-εργαλείων και αποτελεί τη βάση της λεγόμενης Λειτουργικής Ενδοσκοπικής Χειρουργικής των Παραρρινίων Κόλπων (Functional Endoscopic Sinus Surgery – FESS), που οδηγεί τελικά στον επαναερισμό των πασχόντων κόλπων και την αποκατάσταση της φυσιολογικής επικοινωνίας τους με τη ρινική θαλάμη.

 

Απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διενέργεια μιας ενδοσκοπικής επέμβασης στους παραρρινίους κόλπους αποτελούν η διενέργεια αξονικής τομογραφίας σπλαγχνικού κρανίου και η μεγάλη εμπειρία του χειρουργού, που απαιτεί κατάλληλη μετεκπαίδευση.

 

Επιπρόσθετα δυσμενείς τοπικά παράγοντες για τον αερισμό των παραρρινίων, όπως η σκολίωση του ρινικού διαφράγματος, μπορούν να αντιμετωπιστούν κατά τη διάρκεια της ίδιας χειρουργικής συνεδρίας.

 

Η ενδοσκοπική χειρουργική έχει, τέλος, θέση και σε δυνητικές επιπλοκές της οξείας παραρρινοκολπίτιδας, όπως η επέκταση της πυώδους φλεγμονής από τις ηθμοειδείς κυψέλες στον σύστοιχο οφθαλμό, που δεν βελτιώνεται με την κατάλληλη ενδοφλέβια αγωγή.

 

Επειδή οι επιπλοκές αυτές αφορούν κυρίως παιδιά, είναι δυνατόν μετά την αντιμετώπιση της φλεγμονής να χρειαστεί και αφαίρεση των αδενοειδών εκβλαστήσεων (κρεατάκια), που συνήθως λειτουργούν σαν ρεζερβουάρ μικροβιακής επιμόλυνσης των υποπλαστικών ακόμα παρραρινίων κοιλοτήτων του παιδιού.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

*Ιγμορίτιδα

 

Ανάλογα με την εντόπιση της φλεγμονής, η παραρρινοκολπίτιδα διακρίνεται σε ιγμορίτιδα, ηθμοειδίτιδα, μετωπιαία κολπίτιδα και σφηνοειδίτιδα ή παγκολπίτιδα, αν πάσχουν όλοι οι προαναφερθέντες κόλποι. Στην οξεία παραρρινοκολπίτιδα η φλεγμονή διαρκεί μέχρι 6-8 εβδομάδες. H υποτροπιάζουσα μορφή χαρακτηρίζεται από 4 (ή λιγότερα) επεισόδια διάρκειας 10 ημερών μέσα σε ένα χρόνο. Στη χρόνια παραρρινοκολπίτιδα η συμπτωματολογία επιμένει πέραν των 8 εβδομάδων (πέραν των 12 στα παιδιά), ενώ η υποτροπιάζουσα μορφή χαρακτηρίζεται από τουλάχιστον 5 επεισόδια διάρκειας τουλάχιστον 10 ημερών μέσα σε ένα χρόνο (6 αν πρόκειται για παιδιά).

 

 

 

Scroll to top